Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 31 Μαρτίου 2009

Σάββατο 28 Μαρτίου 2009

Serial Finers 3. Όταν οι Παρεξηγήσεις παίρνουν Όσκαρ

Δεν πα να έχεις Γαλλική παιδεία; Δεν πα να μεγάλωσες με μπαλέτο και ωδεία; Ακόμα κι αν είσαι Serial Finer, κι αν μυρίζεις με τέχνη το κρασί πριν το πιεις, ακόμα σου λέω κι αν έχεις λεπτό χιούμορ με “μαύρες” πινελιές. Τίποτα μα τίποτα δεν πρόκειται να σε κρατήσει μακριά από έναν αταίριαστο έρωτα που θα σε κάνει να βγεις από τον εαυτό σου, να κοιτάξεις απλανώς το άπειρο, να περιμένεις από το παπούτσι μέσα στο κάδρο στον τοίχο του Fin να σου απαντήσει τι να κάνεις και πως να ξεμπλέξεις. Όλοι κάποια στιγμή το παθαίνουν. Και κάποιοι λιγότεροι μαθαίνουν.

Κάπως έτσι την πάτησε κι η φίλη μου η Ν με τον Μ. Φαινομενικά ταίριαζαν, εκείνη άκουγε Depeche Mode και εκείνος άκουγε Pink Floyd. Εκείνη έπινε κρασί, όπως κάθε νεαρή που εκτιμά τη θηλυκότητα της και εκείνος Ουίσκι, για να τιμήσει την ωριμότητα και την εμπειρία που επέβαλε η διαφορά ηλικίας τους. Η Ν λάτρευε το Fin και μαζί της το γνώρισε και το λάτρεψε κι ο Μ και στα σκαμπό του έδιναν όρκους αγάπης και αφοσίωσης.

Όμως με τον καιρό τα πράγματα άρχιζαν να φαίνονται πιο καθαρά. Και καθώς η χημεία του έρωτα ξεφούσκωνε ελαφρώς και στη μέση έμπαινε η καθημερινότητα, άρχισαν οι παρεξηγήσεις του Μ προς τη Ν. Οι όρκοι άρχισαν να κάνουν φτερά σαν να είχαν πιει όλοι μαζί Redbull κι η Ν μετά από κάθε παρεξήγηση ένιωθε όλο και πιο εκνευρισμένη.

Τα πρωινά όμως μετά τους καυγάδες ήταν άλλη ιστορία. Τότε η Ν συγκαλούσε έκτακτο συμβούλιο με τις φιλενάδες της στο Fin και ευτυχώς που διέθεταν εκείνο το λεπτό χιούμορ που προανέφερα αλλιώς θα τις είχε πιάσει ομαδική κατάθλιψη με τις παράλογες αιτίες καυγάδων που συνέβαιναν στο ζευγάρι. Περιττό να πω πως μετά τις παρεξηγήσεις οι δύο ερωτευμένοι τα “έβρισκαν” και ύστερα ξανατσακώνονταν και πάλι απ' την αρχή.

Με τον καιρό η Ν έπαψε να διασκεδάζει μέσα στη σχέση της. Παρόλα αυτά ήταν δεμένη με τον Μ για χίλιους δυο λόγους που δεν θα μπορούσε να ξέρει ούτε η ίδια. Άρχισε όμως να διασκεδάζει στα “συμβούλια” με τις φιλενάδες της, οπότε και οι παρεξηγήσεις έπαιρναν τη μορφή κινηματογραφικής αφήγησης εμπλουτισμένης με χίλιες δυο κωμικές ατάκες που την έκαναν να τα βλέπει όλα πιο ελαφριά, ακριβώς στη σωστή τους διάσταση εκείνη του αστείου (μόνο που αυτό το κατάλαβε αργότερα).

Σε κάποιο απ' αυτά τα συμβούλια ήταν που έπεσε η ιδέα για τα Όσκαρ. “Κάνε μας ένα top 5 παρεξηγήσεων και το καλύτερο θα το βραβεύσουμε σαν κριτική επιτροπή”, είπε μία από τις καρδιακές της φίλες. “Ok!” είπε η Ν, χαμογέλασε και άρχισε να σκέφτεται. 5 ιστορίες παράλογης ζήλιας μεταξύ δύο κατά τα άλλα φυσιολογικότατων ανθρώπων έπεσαν βροχή ανάμεσα στους πρωινούς καφέδες απ' τα χεράκια της Αγγελικής. Τα κορίτσια δεν χρειάστηκε να σκεφτούν και πολύ και το Όσκαρ το πήρε η ιστορία που είχε συμβεί μόλις το προηγούμενο βράδυ.

Η ιστορία είχε ως εξής: Ο Μ έλειπε εκτός πόλης για δουλειές κι η Ν είχε βρεθεί για ένα σύντομο ποτάκι μετά ακουστικής ευδαιμονίας στο γνωστό μπαράκι μας. Όταν μίλησε με τον Μ στο τηλέφωνο εκείνος της ζήτησε αποδείξεις για το ότι πράγματι ήταν εκεί. Εκείνη σε πείσμα της ζήλιας του έβγαλε φωτογραφία το αγαπημένο ντιβανάκι και το έστειλε με mms στο κινητό του. Για κακή της τύχη όμως την τελευταία φορά που οι δυο τους είχαν πάει στο Fin το ντιβανάκι είχε μαξιλάρια και όχι το δερμάτινο χακί κάλυμμα που έχει τώρα με αποτέλεσμα ο Μ να μην το αναγνωρίσει και να γίνει πυρ και μανία! Η Ν αναγκάστηκε να βγάλει τον DJ και τους γέρους απ' το Muppet Show, που κάθονται ατάραχοι στα ράφια της κάβας, για να τον πείσει. Κι εκεί έληξε το θέμα.

Με την απονομή του Όσκαρ παρεξήγησης η Ν βγήκε απ' το ροζ συννεφάκι της μια για πάντα και αποφάσισε πως είχε γίνει πιο παράλογη και από τις παρεξηγήσεις του Μ. Αντί να κάθεται και να απολαμβάνει τους Depeche Mode και το κρασάκι της κυκλοφορούσε μες το μαγαζί σαν τρελός paparazzi και έβγαζε φωτογραφίες τις χαρακτηριστικές γωνιές του. Το πιο καθαρό και βαθύ γέλιο που είχε βγάλει εδώ και καιρό ξεχύθηκε από μέσα της. Και σαν να της το υπαγόρευε το παπούτσι μέσα απ' το κάδρο σε μια στιγμή επιφοίτησης είπε: “Χωρίζω. Είμαστε διαφορετικοί, μα τελείως διαφορετικοί άνθρωποι και ποτέ δεν θα συνεννοηθούμε. Βγήκα εκτός εαυτού και δεν μ' αναγνωρίζω. Και το αστείο είναι ότι τελικά ποτέ δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να λειτουργήσω μέσα σ' όλα αυτά. Τέλειωσε.”. Οι φίλες της κοιτάχτηκαν με λύπη και ανακούφιση μαζί. Είχαν αρχίσει να πιστεύουν πως ποτέ δεν θα το καταλάβαινε. Και κάπως έτσι ένιωθε κι η ίδια.

Τα πράγματα πήραν το δρόμο τους κι ο έρωτας της Ν και του Μ έσβησε ξαφνικά όπως σβήνουν οι περισσότεροι έρωτες. Συχνάζουν κι οι δυο ακόμα στο Fin, και παρόλο που δεν γνωρίζω τόσα πολλά για τον Μ ξέρω σίγουρα πως η Ν ευτύχησε μέσα σε καινούριες σχέσεις και οι παραλογισμοί βγήκαν απ' τη ζωή της απότομα όπως είχαν ξεκινήσει. Φυσικά συνεννοούνται πλέον σαν φίλοι πολύ καλύτερα απ' ότι όταν ήταν μαζί κι αν τύχει και έχουν βγει στην ίδια παρέα και κάποιος DJ βάλει Depeche Mode ή σπανιότερα Pink Floyd η Ν τον κοιτάζει και χαμογελά με βαθιά κατανόηση, γιατί δεν πα να ήταν κι οι δυο φυσιολογικοί άνθρωποι, δεν πα να ήταν εκλεπτυσμένοι και μοναδικοί; Ο έρωτάς τους έπρεπε νομοτελειακά να συμβεί για να λύσει με τον εαυτό της η Ν την μεγαλύτερη παρεξήγηση που κουβαλά μέσα του κάθε άνθρωπος. Αυτή που γίνεται όταν νομίζει πως ξέρει τον εαυτό του και κάθε μικρή πλευρά του, κάθε όριο και κάθε θέλω του.

Κι ίσως αυτός τελικά να είναι ο λόγος για τον οποίο όλοι κάποια στιγμή μπλέκουμε σε αταίριαστους έρωτες, όπου όλα εξιδανικεύονται και το εγώ μας εξαφανίζεται μέσα στο ροζ συννεφάκι. Για να επαναπροσδιορίσουμε τον εαυτό μας κοιτάζοντας το άπειρο και το παπούτσι μες το κάδρο, για να χαθούμε ξαφνικά μέσα σ' ένα στίχο που μας ξύπνησε ή σε μια σταγόνα κρασί. Και με ένα άλμα, καθαρό και γεμάτο ελπίδα και νέα όνειρα, να προχωρήσουμε, καινούριοι πια, μπροστά.

ΥΓ: Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι σχεδόν φανταστικά. Κάθε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις είναι σχεδόν συμπτωματική.

Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

πριν την 25η Μαρτίου. οριακά.




το 4ο μέρος χάθηκε από μαλακία μου.

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009

Serial Finers .2. Τραγούδια που "στοιχειώνουν"


Κάθε άνθρωπος έχει τον ήχο του, τον ήχο του γέλιου του, τον ήχο του κλάματος, ακόμα και τον χαρακτηριστικό ήχο του χασμουρητού του. Μέσα σ' όλα αυτά έχει και τον ήχο της αγαπημένης του μουσικής, εκείνης που τον αντιπροσωπεύει ή που τον σημαδεύει. Καμιά φορά χρειάζεται μια στιγμή για να σε “στοιχειώσει” ένα τραγούδι, πολύ απλά γιατί το ακούς βιώνοντας κάτι σημαντικό. Άλλες φορές όμως ένα τραγούδι γίνεται η αφετηρία μιας ιστορίας ζωής σου. Η περιπέτεια του Α και του “Stalag Riddim” ανήκει στη δεύτερη κατηγορία.

Ο Α σύχναζε στο Fin. Ο λόγος που επέλεξε να γίνει κι αυτός ένας Serial Finer ήταν η μουσική ταυτότητα και η ιδιαιτερότητα των DJ του μαγαζιού. Ένα από τα αναρίθμητα βράδια του Α στην μπάρα του Fin κι ενώ συζητούσε με μια φίλη του ένα θέμα που κανείς απ' τους δυο τους σήμερα δεν θα θυμάται, άκουσε για πρώτη φορά τον ήχο του Stalag Riddim που έμελε να απασχολήσει τις μουσικές του αναζητήσεις για πολύ πολύ καιρό. Ανυποψίαστος για την τυραννική αναζήτηση που θα ακολουθούσε, ο Α κατέβασε την τελευταία γουλιά απ' τη Smucker του και είπε στην φίλη του: “Ωραίο κομμάτι ρε συ! Θα ρωτήσω τον Γ (τον DJ της βραδιάς) ποιο είναι”. Με γρήγορες κινήσεις πλησίασε τον Γ και τον ρώτησε. “Stalag Riddim”, απάντησε ο πάντα πρόθυμος και ενημερωμένος Γ. “Και ποιος το έγραψε;”, ο Γ κοίταξε το cd και απάντησε “Ernest Ranglin γράφει”.

Και τότε ο μαγικός παράγων μουσική σε μπαρ από δυνατά ηχεία έκανε τη δουλειά του, με αποτέλεσμα ο Α να συγκρατήσει μεν το όνομα του συνθέτη αλλά να ακούσει σαν τίτλο το “Stala Gready” και να ρίξει τον εαυτό του σε μια μάταιη αναζήτηση ενός ήχου που δεν υπήρχε καν. Εβδομάδες μετά ο Α δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν έβρισκε καμία αναφορά στο συγκεκριμένο κομμάτι κι έβαλε τη φίλη του να ξαναρωτήσει τον Γ για το τραγούδι αν βρισκόταν στο Fin. Έτσι κι έκανε η κοπέλα και το όνομα του τραγουδιού αποκαταστάθηκε. Αλλά το κομμάτι δεν βρέθηκε και πάλι.

Με τον καιρό ο Α έμαθε πως “Stalag Riddim” είναι ένα ολόκληρο είδος τραγουδιών όπως λέμε εμείς “Καλαματιανό” ή “Ζεϊμπέκικο”. Φανταστείτε τώρα να προσπαθείτε να βρείτε ανάμεσα στα τόσα καλαματιανά ή ζεϊμπέκικα ένα συγκεκριμένο. Καθώς το κομμάτι έγινε μέρος της καθημέρινης του ενασχόλησης με το διαδίκτυο, με τον καιρό μπορούσε να παράγει κάθε του νότα στο μυαλό του.

Ώσπου ένα χρόνο και αρκετά βαρέλια Smucker μετά, η φίλη του Α επέστρεφε σπίτι της μετά από μια βραδιά με τις ψαγμένες μουσικές του Γ στο Fin. Την στιγμή που ήταν έτοιμη να ξεκλειδώσει χτύπησε το κινητό της. Δεν δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει την ενθουσιασμένη φωνή του Α που της έλεγε πως επιτέλους το βρήκε. Όπως ήταν φυσικό η κοπέλα είχε ξεχάσει το “Stalag Riddim” κι όλη την ιστορία του. Άλλωστε εκείνη προτιμούσε τη ροκ από την τζαζ. Δεν ίσχυε όμως το ίδιο και για τον Α.

Ο Α της διηγήθηκε πως από μια τυχαία αναζήτηση κι ενώ είχε μάθει ακόμα και τι σήμαινε η λέξη stalag στα γερμανικά (πρόκειται για σύντμηση δύο λέξεων που σημαίνουν στρατόπεδο συγκέντρωσης) ανακάλυψε τι πήγαινε στραβά τόσο καιρό. Ο Α έψαχνε το αυθεντικό “Stalag Riddim” που είχε συνθέσει κάποιος Gold Ernest. Ο Γ απ' την άλλη έπαιζε μια διασκευή του από ένα συγκρότημα με το οποίο συνεργαζόταν ο Ernest Ranglin, ο οποίος με τη σειρά του είχε καποτε συνθέσει ένα κομμάτι με τον τίτλο “Stalag 17”. Έτσι λοιπόν αυτό το μπέρδεμα έκανε αδύνατο για τον Α να βρει το τραγούδι του.

Το αστείο ήταν πως η τυχαία αναζήτηση, η οποία οδήγησε στην αποκάλυψη ήταν για κάτι τελείως διαφορετικό. Ο Α έψαχνε πληροφορίες για μια ταινία του '60 που ήθελε να δει. Η ταινία λεγόταν “Exodus” και ανάμεσα στα άλλα ο Α είδε πως το μουσικό της θέμα ήταν συμπτωματικά, τι άλλο; Το γνωστό μας πια “Stalag Riddim”. Έπειτα απ' αυτό ήταν θέμα δευτερολέπτων να βρει το τραγούδι αλλά και να γνωρίσει τις συμπτώσεις που τον εμπόδιζαν ένα χρόνο τώρα.

Θέλετε το “χαλασμένο τηλέφωνο” που έπαιξε ο DJ με τον θαμώνα, θέλετε απροσεξία ή ο λάθος τίτλος γραμμένος στο cd, το ζήτημα είναι πως ο Α ποτέ δεν παιδεύτηκε περισσότερο για άλλο τραγούδι. Και κανένα άλλο τραγούδι δεν έλαβε περισσότερο χώρο στις συζητήσεις του για τη μουσική. Ήταν το τραγούδι που τον “στοίχειωσε”.

Θα μου πείτε τώρα αφού διαβάσατε την ιστορία του Α ότι υπάρχουν πολύ πιο εύκολοι τρόποι να αποκτήσει κανείς ένα τραγούδι. Ένα cd απ' τον DJ ή ένα φλασάκι να το μεταφέρει. Το ίδιο φαντάζομαι κι εγώ. Όμως αν ο Α το είχε αποκτήσει έτσι τότε σίγουρα δεν θα το θυμόταν σε λίγο καιρό. Τι τα θέλετε; Κάποια τραγούδια για τον ένα ή τον άλλο λόγο, είναι “καταδικασμένα” να γράψουν μια ιστορία στη ζωή μας. Κι όσο για τον Α σήμερα κιόλας μόλις γύρισε από τη δουλειά έβαλε ν' ακούσει το “Stalag Riddim” για να ξεκουραστεί και χαμογέλασε.


ΥΓ: Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι σχεδόν φανταστικά. Κάθε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις είναι σχεδόν συμπτωματική.

Τρίτη 17 Μαρτίου 2009

Συγνώμη finers που παρεμβαίνω. 17/3 playlist


χάσαμε το τελευταίο part.stop
και ήταν πολύ ωραίο και ηλεκτρονικό.stop
καλημέρα.stop

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2009

Serial Finers. 1. Ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων


Οι περισσότεροι άνθρωποι κοιτάζοντας ένα δέντρο δεν κοιτούν ποτέ ανάμεσα στα φύλλα του. Άλλοι στέκονται μονάχα στο κορμό και μετρούν ρόζους και κόμπους, άλλοι πάλι κοιτούν το φύλωμα θαυμάζοντας τα χρώματα και την κίνηση των φύλλων. Όμως ελάχιστοι είναι αυτοί που παρακολουθούν τον χώρο του δέντρου ανάμεσα στα φύλλα.... Κι έτσι όλοι οι υπόλοιποι δεν βλέπουν το μοναδικό σπουργίτι που πηδάει από κλαδί σε κλαδί.

Έτσι παραλίγο να την πάθουν δυο φίλοι μου, ο Χ και η Ψ. Ο Χ σύχναζε στο γνωστό και αγαπημένο μας μπαράκι, το ίδιο κι η Ψ. Θα μου πείτε τώρα που είναι το περιέργο; Ε λοιπόν, φανταστείτε το Fin. Φέρτε το στο μυαλό σας, αναλογιστείτε κάθε του πλευρά, κάθε κρυφή γωνία που μπορεί να έχει. Το να σκεφτείτε τις διαστάσεις του λιλιπούτειου Fin δεν πρέπει να σας πήρε και πολύ. Ακούστε λοιπόν ξανά.

Η φίλος μου ο Χ σύχναζε στο Fin από το 2005, το ίδιο κι η Ψ. Με τις διαφορετικές παρέες τους βρίσκονταν νύχτα με τη νύχτα στα ολίγα τετραγωνικά του, ώσπου έφτασαν να γνωρίζουν κάθε σκαμπό αλλά και το ντιβανάκι του μαγαζιού πόντο πόντο. Κι όμως ο Χ και η Ψ δεν είχαν δει ποτέ ο ένας τον άλλον. Το ακόμα πιο περίεργο δε, είναι πως οι δυο παρέες των θαμώνων, οι οποίες συμπεριλάμβαναν τους δύο ήρωες της ιστορίας μας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο γνωρίζονταν μεταξύ τους. Μα ο Χ και η Ψ δεν είχαν κοιταχτεί ποτέ.

Πέρασαν τα χρόνια και μπόλικοι έρωτες γεννήθηκαν, άνθισαν και έφυγαν μέσα στο μπαράκι. Ο δικός τους όμως έμενε σε κατάσταση αναμονής γιατί δεν είχαν ανταλλάξει ακόμα το πρώτο τους βλέμμα. Ώσπου ήρθε το περασμένο καλοκαίρι· το Fin κλειστό και εμείς οι θαμώνες απελπισμένοι όπως κάθε καλοκαίρι. Σε κάποια από αυτές τις “απελπισμένες” εξόδους λειτούργησε επιτέλους ο κοινός κρίκος που ένωνε την παρέα της φίλης μου της Ψ με εκείνη του Χ και έτσι κατέληξαν να διασκεδάζουν όλοι μαζί. Κι εκεί, μέσα στο απρόσωπο περιβάλλον ενός κλαμπ 5 φορές και περισσότερο μεγαλύτερο από το Fin, ο Χ είδε το μοναδικό σπουργίτι του δέντρου που πηδούσε από κλαδί σε κλαδί, τη Ψ.

Τι έφταιξε και δεν είχαν ειδωθεί; Γιατί πήγε τόσος χρόνος χαμένος; Ισως να φταίει που ήταν απασχολημένοι με άλλα πράγματα, ίσως ο κοσμος του καθενός ήταν γεμάτος και ανέτοιμος για την “εισβολή” του άλλου και του δικού του κόσμου. Ίσως πάλι να φταίει που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν βλέπουν ανάμεσα στο πλήθος όπως περίπου κάνουν και με τα δέντρα.

Όπως και να έχει μετά την πρώτη τους γνωριμία τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Με την ανωμαλία των ημερών μας μεν, δηλαδή πρώτα σε βρίσκω στο Facebook και στο msn και μετά βγαίνουμε ραντεβού στον έξω κόσμο, αποτελεσματικά δε. Στην επιστροφή στο Fin το Σεπτέμβριο ήρθαν μαζί, όχι πια σε ξεχωριστές παρέες αλλά ο καθένας μεταξύ της παρέας του και του χαδιού του άλλου. Κατάληξη για τον X και τη Ψ δεν υπάρχει γιατί δεν έχει γραφτεί ακόμα, αυτό όμως που μπορώ να σας πω εγώ, με τις γνώσεις του παρατηρητή, είναι πως ακόμα ανθίζουν κάπου δίπλα μας στο Fin.

Κι εκεί, στο stand δίπλα στην πόρτα, μπροστά στον DJ ή απέναντι στο επιπλάκι με τον ελέφαντα πάνω κάπου τέλος πάντων ανάμεσα στους τοίχους του Fin βρίσκονται όλα τα σπουργίτια του κόσμου που χορεύουν με τις μουσικές, που γελούν με τις παρέες τους και που ρίχνουν κλεφτές ματιές να δουν αν τους διέκρινε κανείς μέσα στο φύλωμα. Έχετε τα μάτια σας ανοιχτά. Θα τα ξαναπούμε.


ΥΓ: Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι σχεδόν φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις είναι σχεδόν συμπτωματική.

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2009

Ο Θαμώνας

Η πρώτη ανάμνηση απ' το Fin; ...2005 κάτι γλύκα φωτάκια σαν Χριστουγεννιάτικα, μόνιμη διακόσμηση στον τοίχο απέναντι απ' το μπαρ. Απο εκείνη την συγκεχυμένη πρώτη ανάμνηση ήξερα πως αυτό το μέρος θα λειτουργούσε σαν σημείο αναφοράς στη ζωή μου. Επαληθέυτηκα γυρίζοντας στο ίδιο μέρος κάθε Σαββατοκύριακο που πέρναγα στην υπέροχα κουρασμένη πόλη μας και σιγά σιγά δημιουργήθηκε μέσα μου η ψυχολογία του θαμώνα. Κάτι η ξανθιά βαρελίσια, κάτι το ντιβανάκι, που αφού του βουλιάξαμε τα μαξιλάρια "επέστρεψε" δριμύτερο με καινούρια εμφάνιση, και σίγουρα οι άνθρωποι του είναι αυτό που με έκανε να επιστρέφω.

Σιγά σιγά ακολούθησαν κι οι φίλοι. Φοιτητές στην Αθήνα καθώς ήμαστε οι περισσότεροι, η πρώτη αντίδραση ήταν πάντα ίδια “Ρε συ σαν Ψυρρή είναι εδώ”. Μόνο που δεν ήταν γιατί του Ψυρρή κόπηκε σύντομα από τις εξόδους μας και προσανατολιστήκαμε προς άλλες περιοχές ο καθένας αλλά το Fin παραμένει το σημείο συνάντησης, το σημείο εκτόνωσης, το σημείο απόδρασης από μια καθημερινότητα δύσκολη για τους ανθρώπους της γενιάς μου (G -μείον- 700 για να καταλαβαινόμαστε). Το νιώσαμε όλοι να μεγαλώνει μαζί μας σαν ζωντανός οργανισμός, ενώ βιώνοντας την ενηλικίωση μας στις προβληματισμένες συζητήσεις του πρωινού καφέ (τι έχει ακούσει κι η Αγγελική;) και στα βραδινά (ρακο)γελάκια μας, δεθήκαμε με αυτό το μαγαζί που πάνω από όλα ξεχωρίζει γιατί είναι ανθρώπινο. Κι έτσι πέρασαν τέσσερα περίπου χρόνια.

Σήμερα, σχεδόν μια εβδομάδα μετά το άκρως επιτυχημένο αποκριάτικο πάρτυ του Fin, όπου παρέλασαν λαμπερές περσόνες όπως ο κακός ο λύκος αλλά και ο πιο πρόσφατος Sweeney Todd, συνειδητοποιώ πως το soundtrack των τελευταίων αυτών τεσσάρων χρόνων της ζωής μου έχει γραφτεί κάπου εκεί κοντά στην μπάρα ανάμεσα σε ρακόμελα και στα σφηνάκια του Μάριου ή του Σπύρου κατά περίσταση. Με φιλοδοξία λοιπόν να αναδειχθώ στο επίπεδο του Τσαρλς Μπουκόφσκι, χωρίς το κομμάτι της κυρώσεως του ήπατος, και με το βλέμμα του παρατηρητή  θα γράφω εδώ μια ιστορία κάθε εβδομάδα, με αφορμή το Fin και με έμπνευση από τους ήχους του, το χώρο και τους θαμώνες.

Αυτά τα ολίγα προς το παρόν για να συστηθούμε κατά κάποιον τρόπο. Επιστρέφω κι εγώ δριμύτερη σαν το ντιβανάκι...