Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Serial Finers 12. Επίλογος…

Απολογισμός… Συνηθίζεται έτσι δεν είναι; Ένας απολογισμός τον Δεκέμβριο στην εκπνοή του χρόνου, ένα λαχανιασμένο μέτρημα των εμπειριών, των αποφάσεων, των συμπτώσεων και τα λοιπά; Και να συνθέτεις μέσα σου έναν επίλογο δικό σου. Εγώ δεν ξέρω αν στην προκειμένη κάνω απολογισμό ή επανασυστήνομαι. Το μόνο που ξέρω είναι ότι το ’10 μου πήρε πολλά (πιο πολλά απ’ όσα θα φανταζόμουν ποτέ) και κυρίως πήρε τις ιστορίες μέσα από το κεφάλι μου. Και δεν μου αρέσει η σιωπή που επέβαλα στο πληκτρολόγιο μου… Λίγο πριν φύγει λοιπόν το ’10 χωρίς να μπορώ να βάλω καν σε σειρά τις εμπειρίες, τις αποφάσεις, τις συμπτώσεις και τις αλλαγές της ζωής μου θα σας πω μια ιστορία σε σκηνικό Fin όπως παλιά...


Ο Σ. την είδε να στρίβει στον κεντρικό δρόμο πάνω στο ποδήλατο της και να έρχεται προς το μέρος του. «Είναι όμορφη», σκέφτηκε, «αλλά γιατί ήρθα; Πάλι θα ζητάει πολλά, πάλι θα δίνω τίποτα, γιατί ήρθα;». Φρέναρε λίγα μέτρα μπροστά από εκείνον, «από εδώ» του είπε, κατέβηκε από το ποδήλατο κι άρχισε να περπατάει. «Θα έρθεις;», άκουσε την φωνή της να ρωτάει και ακολούθησε. Εκεί που πάμε θα είναι κι οι φίλοι μου, μην φρικάρεις του είπε κι ο Σ. χαμογέλασε. Δεν είχε ιδέα πόσο τον έτρεμε εκείνη.

Είχε ακούσει πολλά για το μαγαζί που τον πήγαινε. Κάποτε της είχε ζητήσει να του βγάλει φωτογραφίες με όλη την ζωή της εκεί στην Κόρινθο, με το σπίτι της, το ποδήλατό της, το Fin της, την παραλία της, τους πεζόδρομους, τα κουμ καν με τις φίλες της, απ’ όλα. Αλλά μετά την πλήγωσε και ποτέ δεν έλαβε καμία φωτογραφία. Ο Σ. ήταν περήφανος που θα έμπαινε στον μικρόκοσμό της. Που θα έβλεπε το Fin που ήξερε κιόλας απ’ τα λόγια της και την παραμικρή του γωνία. Ήταν περήφανος που την ξανακέρδιζε. Αλλά δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να κάνει με εκείνην μετά.

Μπήκαν, οι φίλοι της τον κοιτούσαν πίσω από χαμόγελα, έτοιμοι να τον δεχτούν κι αυτοί όπως εκείνη (αν δεν τα σκάτωνε κι αυτήν την φορά). Παράξενη εξεταστική επιτροπή οι φίλοι του καθένα. Η μουσική τύλιξε τον Σ. από την κορφή ως τα νύχια. Μελωδίες του αγαπημένες «της εποχής μου» την πείραξε, καθώς ακουγόταν το New Dawn Fades των Joy Division από τα ηχεία, της έριχνε μια δεκαπενταριά χρόνια τουλάχιστον, της εποχής μου του απάντησε κι εκείνη γελαστά όταν έπαιξε το Dog Days Are Over από Florence and the machine. Κάτι έσκισε τον Σ εκείνη την ώρα, πάλι δεν ήξερε τι γύρευε εδώ κι αισθανόταν γέρος.

Την κρατούσε στα χέρια του, την λίκνιζε απαλά στους ήχους της μουσικής, την φιλούσε στα μαλλιά, στο λαιμό, την λάτρευε σε κάθε βλέμμα του κι όμως κάπου κάτι δεν κόλλαγε, κάπου κάτι πήγαινε στραβά από την πρώτη φορά που τα χέρια τους άγγιξαν μεταξύ τους τυχαία ένα απόγευμα στην Αθήνα ξεκινώντας την παράξενη ιστορία τους. Του άρεσαν όλα, το ποτό, οι φίλοι της που συζητούσαν χόρευαν και γέλαγαν μεταξύ τους, τα φιλιά της που διαρκούσαν έναν αιώνα – ή λίγα δευτερόλεπτα- το Fin απ’ άκρη σ’ άκρη, η μουσική… η μουσική πάνω και πρώτα απ’ όλα, πάντα στην ζωή του. Θυμόταν ακόμα ένα ακορντεόν μουσικό χαλί στα πρώτα χρόνια του, το Under my thumb, το τραγούδι που τον έκανε να αρχίσει να ακούει ροκ, το συγκρότημα που έφτιαξε με τους φίλους του και τα live τους, τις εκατομμύρια ώρες που πέρασε ακούγοντας μουσική σε δωμάτια, σε κλαμπ, έξω από συναυλίες που δεν κατάφερε να μπει και μέσα σε άλλες που μπήκε. Βήματα ένα ένα που τον έφεραν σήμερα εδώ στο Fin, σε μια πόλη ξένη, τον Σ. να κλείνει τα σαράντα του να την κοιτάζει και να μην ξέρει τι να κάνει όλο αυτό το πλεόνασμα αγάπης που του έδειχνε, να μην ξέρει πώς να διαχειριστεί το βλέμμα και το άγγιγμά της, να μην ξέρει τι πρέπει να πει χωρίς να την πληγώσει. Κι εκείνη ανυποψίαστη κι ελαφρώς μεθυσμένη εξακολουθούσε να του χαμογελάει αθώα και σχεδόν χαζά. Κι έπρεπε νόμιζε να είναι μαζί της.


Ένα μήνα μετά η Μ. πάνω στο ποδήλατο της έστριβε στην γωνία της ψαραγοράς, με κατεύθυνση το Fin. Δεν είχε κανέναν να συναντήσει. Εκείνος είχε φύγει πάλι με τον ίδιο απροσδόκητο τρόπο που είχε εμφανιστεί στην ζωή της ξανά στα γενέθλια του, πάνω στην κρίση του και χωρίς κανέναν απολύτως λόγο που να μπορεί η Μ να του δικαιολογήσει. Προσπάθησε να το κάνει, αλλά δεν τα κατάφερε. Αλίμονο αν δεν προσπάθησε, το έκανε, αλλά δυστυχώς δεν κατάφερνε να εισχωρήσει στο χαοτικό μυαλό του χωρίς να διακινδυνεύσει να μείνει αλώβητη. Δεν τον σκεφτόταν, δεν ήθελε να τον σκέφτεται, προσπαθούσε να μην τον σκέφτεται, δεν τον σκέφτεται σου λέει μην επιμένεις.

Μέσα οι φίλοι της ήδη είχαν πιάσει θέση στην μπάρα. Την είδαν και ανήσυχοι περίμεναν να τους πει. «Τέλειωσε» είπε η Μ. γιατί θα πρέπει να ρώτησαν αλλά δεν ήξερε τι να απαντήσει. Σε λίγο ήταν πάλι ο εαυτός της, γελούσαν και κάθε τόσο κάποιο αστείο που να τον αφορούσε έκαναν θέλοντας όλοι μαζί να τον κατεβάσουν από το βάθρο που τον είχε ανεβάσει, κι η Μ. μαζί τους τραβούσε το σκοινί. Απολογισμός: Τι της άφησε; Τι κέρδισε; Για ποιον λόγο τελικά της τον έφερε έτσι απότομα η ζωή; Αλλά την ώρα που στο μπαράκι μας ο dj έβαζε το snow των Red Hot Chili Peppers μια μικρή αλήθεια την χτύπησε κατακέφαλα: «The more I see, the less I know. The more I like to let it go». Ύψωσε το ποτήρι της, άφησε τους απολογισμούς ανακαλύπτοντας ότι ήταν πράγματι ευτυχής έστω και για λίγο, με την μουσική να την ζεσταίνει, με τους φίλους της να κάνουν –κι αυτή μαζί- λατρεμένα καραγκιοζιλίκια, με όλο τον κόσμο στο Fin που κάθε τόσο τραγουδούσε μαζί τους, με ό,τι έζησε με άλλους, με ό,τι έπρεπε να σβήσει και με ό,τι θα ζούσε μόνη της. Ήταν σπίτι της κι όλα ήταν καλά. Έβγαλε το κινητό της και τράβηξε μια φωτογραφία τον μαυροπίνακα του Fin.

Ένα μήνα μετά κι η Μ. καθόταν σ’ ένα σκαμπό στο Fin κι εκείνος στο σπίτι του στην Αθήνα, κάπνιζε μπροστά στο pickup που πάνω του στριφογυρνούσε ένας δίσκος των Opal και σε κάθε γρατζούνισμα που απολάμβανε από τα ηχεία, κι έκανε τον δικό του απολογισμό. Τη σκεφτόταν να φοβάται για άλλη μια φορά, να κλαίει για άλλη μια φορά, κι ήλπιζε να τον ξεχνάει για άλλη μια φορά και να γελάει στο Fin της με τους φίλους της, πλάι στον ελέφαντα, δίπλα στο μπαρ, στο μικρό καναπεδάκι, στην αγκαλιά των άλλων, μικρούλα κι όμορφη όπως ήταν την ώρα που έστριβε με το ποδήλατο της σε έναν κεντρικό δρόμο που ποτέ δεν θα μάθαινε το όνομα του. Το mms τον έβγαλε από τον λήθαργο. Το Fin ήταν πια και δικό του μαζί με το κομμάτι ευτυχίας που κάποτε του πρόσφερε. Αυτό ήταν που είχε τελικά κερδίσει. Αυτό, και τον επίλογο της…


ΥΓ: Τα πρόσωπα κι οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι σχεδόν φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα και καταστάσεις είναι σχεδόν συμπτωματική.