Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Serial Finers 19. Μια ιστορία για Καληνύχτα...

Αν και γενικά θεωρώ τον εαυτό μου ανάποδο άνθρωπο δεν μπόρεσα τελικά να αποφύγω την μελαγχολία που μπάζει από την μπαλκονόπορτα μαζί με το φθινόπωρο. Και θέλησα να σας πω μια μικρή ιστορία ελαφριάς μελαγχολίας, και αρκετής βροχής μελανιού!


Στις νύχτες της μακριά του, του έγραφε μια ιστορία την ημέρα για καληνύχτα. Του τις έγραφε με καλλιγραφικά γράμματα σε ένα μικρό τετράδιο από αυτά που κρατούσαν σε φωτογραφίες μεγάλοι και σπουδαίοι συγγραφείς, στολίζοντας τες με μικρές μουτζούρες και σχεδιάκια. του γραφε ιστορίες γερμένη με χάρη στην μπάρα του fin όταν όλοι οι υπόλοιποι γελούσαν και μιλούσαν στην αυλίτσα του. Τις έγραφε κι αφού τακτοποιούσε το όμορφο στυλό της στην τσάντα της, μέτραγε τα φραγκοδίφραγκα που κουδούνιζαν μονίμως στις τσέπες της κι αποφάσιζε να πάρει μία δεύτερη δροσερή μπύρα.

Στις ιστορίες της για εκείνον δεν έβαζε πρίγκηπες και πριγκήπισσες, ξόρκια και μάγια, μα του μίλαγε για όλα. Την απειρότητα του σύμπαντος και την αγάπη που επίσης είναι άπειρη. Καμιά φορά του έβαζε στις ιστορίες κουκουβάγιες που σοφά στέκονταν πάνω σ' ένα σφηνάκι στην μπάρα του fin, ή για τυχερές σαύρες που γίνονταν άφαντες τραγουδώντας πάνω στον μαύρο καινούριο τοίχο του. Έφτιαχνε μυστικά έναν κρυφό κήπο γι' αυτόν, να χει να παίζει με τα φανταστικά λουλούδια της όταν ο κόσμος έμοιαζε πολύ γκρίζος για τα γούστα του.

Ο κόσμος τον τελευταίο καιρό παρατηρούσε, έμοιαζε γκρίζος για ολοένα και πιο πολλούς. Γνωστά της μούτρα είχαν κρεμάσει, γνωστά της νύχια είχαν φαγωθεί από ένα άγχος αδιευκρίνιστο και διάχυτο παντού. Τα χαμόγελα είχαν αραιώσει επικίνδυνα εκτός της ψαραγοράς. Εντός βέβαια ήταν μια άλλη υπόθεση. Έβρισκε σχεδόν ευλογημένη αυτή την γωνίτσα της πόλης. Συνυφασμένη με τα πιο γλυκά της βράδια και τα πιο φωτεινά της πρωινά, κι έβρισκε όμορφη την “απόβαση” κάτι άγριων νιάτων εδώ κι εκεί στην αυλίτσα του fin αφού τα παιδιά είναι παιδιά πάντα κι ανεξαρτήτως συνθηκών ή συνηθειών η γυμνή αυθάδεια της εφηβείας τους γέμιζε τα πρόσωπα τους χαρά.

Γι' αυτό επέλεγε απ' όλα τα μέρη του κόσμου να του γράφει τις ιστορίες της εκεί. Καθισμένη στην μπάρα, ανάμεσα στις κουβέντες των ανθρώπων, τα νεύματα τους και τα πλάσματα της φαντασίας της αγκαλιασμένους σε ένα ολότελα δικό της συνδεδεμένο σύνολο απλωμένο στο χαρτί. Σ' ένα κοινό μυστικό που όλοι οι θαμώνες μοιράζονταν πως αυτά τα τοιχάκια ή αυτοί οι ίδιοι ήταν φτιαγμένοι από υλικό μιας άλλης εποχής όπου τα πράγματα ήταν πιο απλά και μετριούνταν με ανθρώπινες λέξεις και σχέσεις αντί για ποσοστά. Με τέτοιες λέξεις του γραφε για τα αστέρια. Και για ανθρώπους που είτε τα έφτιαχναν με αστρόσκονη από τα μάτια τους και μπλε και κόκκινες κλωστές απ' τα μαλλιά τους, είτε πετούσαν ως αυτά και τα άδραχναν με τα χέρια τους. Και του έγραφε για την αγάπη. Και για τους ανθρώπους που την έφτιαχναν βαθιά μέσα τους έτοιμοι να τη ρίξουν σαν πέπλο με υπομονή σ' όλο τον κόσμο ή γι' άλλους που τη δέχονταν μέσα τους κι αγάλιαζαν κι ήταν έτοιμοι ύστερα να την δώσουν πιο κει με τη σειρά τους.

Τράβηξε μια όμορφη γραμμή στο πυκνογραμμένο της τετράδιο. Ένα Τ κοσμούσε την τελευταία της σελίδα. Σήκωσε το βλέμμα της και τον είδε στην άλλη άκρη της μπάρας να γελάει στην μουσική. Έκλεισε το βιβλιαράκι της και έκανε τέσσερα γερά βήματα ως εκείνον. Της μίλησε μα η μουσική ήταν δυνατά κι εκείνη ούτε που τον άκουσε. Έπιασε τα χέρια του και έβαλε μέσα ένα βιβλίο. Τις ιστορίες της. Όλες εκείνες που του είχε γράψει τις νύχτες της που επέλεγε να είναι μακριά του. Μα όχι πια, ο κήπος που του έχτιζε ήταν έτοιμος στα σαστισμένα χέρια του. Την κοίταξε με απορία να γυρίζει πίσω στη θέση της.

Οι ώμοι της κύρτωναν ελαφρά καθώς έσκυβε να παραγγείλει στον Μάριο την δεύτερη της μπύρα. Κύρτωναν όπως όταν του γραφε για τα μελαγχολικά κορίτσια των ονείρων της και τους άνδρες πολεμιστές που τα προστάτευαν, συναισθανόμενη την βαθιά θλίψη του κόσμου που έχανε σιγά σιγά και σταθερά την παιδικότητα και την φαντασία του. Εκείνη δεν κατάφερνε να την χάσει κι ούτε που προσπαθούσε. Ήξερε βέβαια πως αν την έχανε ίσως να χαμογελούσε περισσότερο μα τότε δεν θα υπήρχε το βιβλιαράκι της. Αν την έχανε θα του έλεγε σοβαρά πράγματα και ποσοστά. Κι αυτός δεν θα μάθαινε ποτέ τις ιστορίες της. Κι ούτε θα ήθελε ποτέ να μάθει κι άλλες. Από εκείνες που κάποτε έφτιαχνε μέσα της τις νύχτες της μακριά του.

ΥΓ: Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι σχεδόν φανταστικά. Κάθε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι σχεδόν συμπτωματική.

ΥΓ2: Επίσης η φωτό είναι σχέδιο της stacy rowan http://stopanddrawtheroses.blogspot.com/