Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

Serial Finers 17,5. Παρασκευές…

Αυτή η ιστορία δεν είναι για κανέναν (εξού και η αρίθμηση), είναι για όλους και για κανέναν, είναι για μία ημέρα σαν τη σημερινή. Είναι για κάθε ημέρα που μοιάζει με Παρασκευή, ενώ δεν είναι. Είναι για τις παράξενες μέρες που τυλίγονται σε ομίχλη μέσα σε κεφάλια, αφού όλοι έρχονται στο μπαράκι μας για ένα χαλαρό ποτό καθένας χαμένος στις σκέψεις του μα που όλοι μαζί δεν φεύγουν πριν να κλείσει.


Μπήκε μέσα με την αυτοπεποίθηση οπόσουμ. Δηλαδή με καμία αυτοπεποίθηση. Είχε μάθει από πολύ νωρίς να είναι διακριτική και ήσυχη και γελαστή μέσα στη σιωπή και ήρεμη μέσα στον θυμό και τσαντισμένη μέσα στην ελαφρότητα. Είχε ωραίο βάδισμα γιατί είχε μάθει να περπατά ανάμεσα στους ανθρώπους χωρίς να τους ενοχλεί.

Κρατούσε το κεφάλι της γερμένο όταν της μιλούσαν προσπαθούσε να ακούσει τους ψιθύρους των γύρω της χωρίς να χάνει νότα από τη μουσική. Μπορούσε να μείνει μόνη της για ώρα με ένα ποτήρι μπύρας στο χέρι μόνο και μόνο για να ακούσει, να μυριστεί την μουσική μιας άλλης εποχής που την έπλενε και την καθάριζε βαθιά μέσα της. Και μπορούσε να σιωπά για ώρες.

Άμα μιλούσε εκείνη έλεγε πράγματα όπως όλων των άλλων, είχε παρέες όπως όλων των άλλων που νόμιζες ότι την καταλάβαιναν όπως όλοι οι άλλοι, που νόμιζες πως γελούσαν με τα αστεία της, που νόμιζες ότι ήταν κομμάτι τους, μέρος τους, μέλος του ζωντανού οργανισμού μιας παρέας. Όμως αν διέκρινες λίγο καλύτερα θα καταλάβαινες πως δεν ήξεραν τις ιστορίες της γιατί απλά δεν γινόταν να τις ξέρουν, θα καταλάβαινες ότι στα λόγια της υπήρχε μια κρυφή ροή, που το απαίδευτο αυτί σου δεν την έπιανε, ωστόσο διέκρινες λέξεις και φράσεις διαφορετικές. «Έχεις ονειρευτεί ποτέ τον εαυτό σου να κοιμάται;», «Έχεις νιώσει ποτέ να αιωρήσαι ανάμεσα στους ανθρώπους, να νιώθεις αγάπη για αυτούς, να τους αισθάνεσαι δικούς σου, τραγούδι σου;» ¨Ποια ήταν η τελευταία φορά που στ’ αλήθεια ξύπνησες;», τέτοια ρωτούσε ενώ έλεγε πράγματα όπως όλων των άλλων.

Η ημέρα της ήταν η Παρασκευή. Ερχόταν νωρίς και στεκόταν για λίγο αβέβαιη, σαν να μετρούσε κραδασμούς σε κάθε σκαμπουδάκι, να βρει ποιο σημείο της μπάρας ταίριαζε με την διάθεσή της. Μετά από λίγο καθόταν και χαμογελαστή έπαιρνε την μπύρα της και περίμενε έναν έναν την παρέα της να εμφανιστεί. Απολάμβανε τα βλέμματα να την ζεσταίνουν, τα χαμόγελα να την κερνούν, την μουσική να εισβάλλει στον αυστηρά δικό της χώρο και να την κατακλύζει. Γνώριζε ανθρώπους, και τους μιλούσε κρύβοντας πάντα τις περίεργες ερωτήσεις της κάτω από λέξεις καθημερινές, περιμένοντας πως κάποια στιγμή κάποιος θα της απαντήσει σε όλα αυτά χωρίς να χρειαστεί κάτι άλλο.

Αν την γνώριζες Δευτέρα, θα την έλεγες κυνική, αν την έβλεπες Τρίτη, θα την έλεγες αέρινη, τις Τετάρτες θα σου φάνταζε γήινη και τις Πέμπτες προσιτή, αλλά τις Παρασκευές δεν θα μπορούσες να την χαρακτηρίσεις τίποτα. Τις Παρασκευές άφηνε να την πηγαίνει η μουσική. Αφηνόταν να γίνει ένα με το Fin, διαλυόταν ανάμεσα στους ανθρώπους του, χόρευε με το μυαλό της κάτω από την κόκκινη καμάρα, μπροστά από το μπαρ, αλώνιζε παντού με την σκέψη της να ακολουθεί τις νότες. Παιδευόταν με τον Johnny Cash, καιγόταν με την Nina Simone, έπεφτε στο Κύμα του Κωνσταντίνου Β., χοροπηδούσε με τους Pulp, εκτεινόταν από την μία άκρη μιας οκτάβας ως την άλλη.

Κάποιος μια κάποια Παρασκευή της είπε πως ήταν μοναχική. Μα καθώς το έλεγε εκείνη διέκρινε μέσα σε εκείνη την μοναδική λέξη, όλες τις απαντήσεις που εκείνος έκρυβε για τα τόσα πράγματα που η ίδια ρωτούσε τον κόσμο λέγοντας ένα απλό γεια. Ύψωσε το ποτήρι της στην υγειά του και ρούφηξε την τελευταία της γουλιά.

ΥΓ: Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι σχεδόν φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα και καταστάσεις είναι σχεδόν συμπτωματική.

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011

Serial Finers 17. Sequel …

Δεν θα πω ψέμματα. Είχα βαρεθεί το Moschato D’ Asti για κανά δυο βδομάδες. Αλλά όταν είδα τον Μάριο να τοποθετεί μέσα του ένα μικρό κατακόκκινο μαρασκίνο, κάτι άλλαξε μέσα μου. Καταρχήν δεν μπορούσα να συγχωρήσω τον εαυτό μου που πέντε χρόνια τώρα δεν είχα πάρει χαμπάρι ότι το Fin διέθετε και μαρασκίνο για τους αγαπημένους θαμώνες του. Κατά τα άλλα απλά, έτσι απ’ το πουθενά αν και εμπλουτισμένο το D’ Asti μου ξανάκανε το απαραίτητο «κλικ». Κι από κει συνεχίσαμε την όμορφη ιστορία μας…

Έχεις δει ποτέ τον έρωτα να τρέχει με την όπισθεν προς τα πάνω σου; Τον έχεις δει με τη μορφή ενός Skania να σε πλησιάζει από κάποια ξεχασμένη σου γωνία κι εσύ να νιώθεις ωσάν Σκαθαράκι στη μέση του πουθενά; Εγώ τον είδα να την χτυπά σύγκορμη την γυναίκα φιλμ νουάρ καταμεσής του Fin. Η σκηνή εκτυλίχθηκε στα μάτια μου μέσα σε δευτερόλεπτα, όταν η κινηματογραφική γυναίκα σήκωσε τα μάτια της με κατεύθυνση προς την ασπρόμαυρη ταινία που έπαιζε στο πανί πάνω από το μπαρ. Έλα μου όμως που τα μάτια της σκάλωσαν στον δρόμο.

Εκείνος την είχε καλέσει εδώ. Είχαν καιρό να τα πούνε, είχαν περάσει και δυο χρόνια σχεδόν απ’ όταν γνωρίστηκαν σε εκείνη την ίδια θέση που καθόταν τώρα και σιγοκουβέντιαζε με τον Σπύρο. Η ιστορία τους γράφτηκε μεταξύ άλλων και κάτω από την κόκκινη καμάρα του Fin όπου άγγιξαν πρώτη φορά ο ένας τον άλλον, θες απ’ το στρίμωγμα του χορού, θες επειδή το ήθελαν, πάντως προέκυψε. Κι είχαν χαθεί για κάποιο καιρό στο αναμετάξυ τους βαθιά μέχρι που η γυναίκα φιλμ νουάρ είπε «That’s a wrap» και τέλειωσε αυτό που είχαν αρχίσει.

Και να τώρα που τον κοίταζε να έχει γυρισμένη την πλάτη του και να γελάει με κάποια κουβέντα του Σπύρου και να πίνει το ποτό του ρίχνοντας που και που ένα βλέμμα στην ταινία που έντυνε με γαλακτερό φως όλους τους θαμώνες κάνοντας τους μυστήριους και αλλόκοσμους. «Παράξενο», είπε μέσα της καθώς ακόμα δεν είχε συνειδητοποιήσει το κύμα του εκ του παρελθόντος ορμώμενου έρωτα που ήδη την είχε ποτίσει, όπως τότε που μια κάποια σαδιστική μοίρα είχε οδηγήσει στο κεφάλι της όλα τα ποτά του Fin απ’ όλα τα αδέξια χέρια. Ξαφνικά!

Η Jazz βάραινε γύρω τους τον αέρα καθώς καθόταν απέναντι του μ’ ένα μειδίαμα στα χείλη που ταίριαζε σε ασπρόμαυρη ηρωίδα. Τα λόγια τους θα έπρεπε να είναι λίγα και γεμάτα νοήματα, όμως αυτό εδώ δεν ήταν ταινία αλλά η πραγματικότητα και τα νέα δύο χρόνων έπρεπε να χωρέσουν σε λίγες ώρες ζωής. Έπιναν παρέα και γελούσαν με τον ίδιο πηγαίο τρόπο όπως τότε, πράγμα που έκανε την γυναίκα φιλμ νουάρ να νιώθει ακόμα πιο παράξενα και πίσω από τις λέξεις της να κάνει χιλιάδες σκέψεις ερωτικού παραλογισμού προς έναν άνθρωπο που κάποτε η ίδια επέλεξε να βγάλει από την ζωή της. Σκεφτόταν πως όσα δεν ήταν πριν δυο χρόνια γι΄αυτόν, θα ήθελε να ήταν τώρα, να δώσει σ’ αυτόν τον άντρα έρωτα πολύ, μεθυστικό και ομιχλώδη σαν την φύση της.

Γιατί βλέπετε δεν ήταν τυχαία μια γυναίκα φιλμ νουάρ, πως θα μπορούσε άλλωστε; Φανταστείτε το πιο κλισέ τέλος μιας τέτοιας ταινίας, όπου ο ήρωας περιμένει σ’ ένα τρένο κρεμασμένος από το παράθυρο να εμφανιστεί η μοιραία γυναίκα που είχε συμφωνήσει να φύγει μαζί του στο σταθμό. Το τρένο σφυρίζει, ο ήρωας φεύγει, καπνίζει σαν το φουγάρο με θλίψη κι απογοήτευση, κι η γυναίκα τον κρυφοκοιτάζει πίσω από μια κολώνα επιλέγοντας να μην εμφανιστεί στην αποβάθρα παρά ένα δευτερόλεπτο πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους. Κι είχε υπάρξει τέτοια γυναίκα τούτη εδώ. Και παρά το ότι είχε ντύσει την απόφαση της με χίλια δυο λογικά κατά τα τότε φαινόμενα επιχειρήματα, τώρα απλά ένιωθε χαμένη.

Αν την πλησίαζε κανείς εκείνη την ώρα και την ρωτούσε «τι φταίει;», πιθανόν να απαντούσε «ο Coltrane» ή «η ταινία» ή «το Σάμος ζεστό με κανέλλα», αλλά μέσα της ήξερε απλά πως τότε δεν ήταν έτοιμη να σπάσει λίγο το καλούπι που η ίδια είχε δημιουργήσει για τον εαυτό της. Να δημιουργήσει μια μικρή ρωγμή στο κινηματογραφικό της καλούπι που ήταν εύθραυστο και δυνατό μαζί, που έψαχνε την αγάπη και την ελευθερία μαζί, το φιλμ νουάρ καλούπι της που δεν ήθελε τίποτα λιγότερο από ένα μεγάλο ηχηρό «όλα». Κι ύστερα σ’ αυτά τα δύο χρόνια το κατάλαβε, πως αυτό το μεγάλο ηχηρό «όλα» δεν ήταν τίποτα άλλο από τον εαυτό της που γελούσε. Τίποτα περισσότερο, τίποτα πιο λίγο. Και να που τώρα στεκόταν απέναντί του έτοιμη να του δώσει το καλέμι στο χέρι.

Η ταινία είχε τελειώσει περίπου ένα τέταρτο. Η Jazz είχε δώσει χώρο σε κάποια άλλη μουσική. Το φως πίσω απ’ το μπαρ φώτιζε τα μάτια των ανθρώπων που είχαν αρχίσει να μιλούν χορεύοντας. Θες απ’ το στρίμωγμα του χορού, θες επειδή το ήθελαν, η γυναίκα φιλμ νουάρ και ο άνδρας άγγιξαν ο ένας το κορμί του άλλου και ζεστάθηκαν. Και σπάζοντας όλα τα κινηματογραφικά κλισέ η γυναίκα ανάμεσα σε δυο απλές λέξεις που κανείς απ’ τους δυο δεν άκουσε, του είπε με το σώμα της: «Δεν επιθυμώ τίποτα λιγότερο από εμένα σε εσένα. Ξέρεις να ακούς τα βήματα μου και ξέρω τον ρυθμό των δικών σου. Κι αν κάποτε δεν θέλησα να τον ακολουθήσω τώρα θέλω να με τραβήξεις εσύ σε αυτά, σαν φιλί, σαν ήχος. Και θα ‘ρθω… για μένα και για σένα». Και κάπως έτσι φτάνοντας κάτω από την καμάρα του Fin, εκείνη την κόκκινη ολόδικη τους καμάρα παραδόθηκαν στο sequel… Άγραφο μεν μα σίγουρα όχι φιλμ νουάρ πια.

ΥΓ: Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι σχεδόν φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι σχεδόν συμπτωματική.

Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

carnival party 2011

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Posted by Picasa

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Serial Finers 16. Standby ...

Ήταν πριν δυο χρόνια δυο τρεις μέρες μετά από ένα αποκριάτικο πάρτυ και λίγη συζήτηση που κάθισα να γράψω την εισαγωγή μου στον κόσμο των Serial Finers. Δυο χρόνια κι είμαι εδώ με μία ακόμα ιστορία κατά τι διαφορετική. Βλέπετε καμιά φορά υπάρχουν και ιστορίες αναμονής. Ιστορίες που παραλίγο να γίνουν. Ιστορίες που θα μπορούσαν να είναι τα πάντα κι ακόμα δεν έχουν ξεδιπλωθεί. Ιστορίες όμως κι αυτές όπως κι οι άλλες. Ιστορίες ανεκπλήρωτες. Μια τέτοια έχω να σας πω απόψε. Γιατί δεν είναι λίγες οι φορές που αυτό το παραλίγο μας παίδεψε ή μας παιδεύει ακόμα…


Την άγγιξε μετά από πολύ καιρό. Ακουμπισμένη στην μπάρα με το ποτό της στο χέρι. Amaretto με στιμμένο λεμόνι έπινε. Ήταν χαζό, που θυμόταν τέτοιες χαζές λεπτομέρειες, αλλά δεν θυμόταν τα αρώματα της, τα λακκάκια του κορμιού της, πως ξύπναγε και τεντωνόταν σαν γάτα. Μονάχα τέτοια μικρά πραγματάκια θυμόταν, και το πώς έκλαιγε.

Ήταν μια γυναίκα με γέλιο γάργαρο. Μία γυναίκα που γύριζε την πλάτη της για να μιλήσει με κάποιον πάνω που ετοιμαζόταν να της πει την πιο όμορφη και φιλοσοφημένη ατάκα του. Και δεν την ένοιαζε. Ήταν μια γυναίκα που δεν μπορούσε να καταλάβει πως σκέφτεται. Που δεν έτρεμε τίποτα παρά μόνο τους στίχους κάποιων τραγουδιών που ενεργοποιούσαν μια παλιά μαγεία μέσα της, την έκαναν να λικνίζει το μυαλό και το κορμί της στον ρυθμό τους, στην δύναμή τους και δάκρυα πανάρχαια ανέβαιναν στα μάτια της τότε. Ζωογόνος βροχή των ματιών.

Ήταν ένας άνδρας που δεν έμοιαζε με κανέναν. Της θύμιζε τον μικρό πρίγκηπα καμιά φορά κι ήθελε να του ζωγραφίσει ένα κασκόλ πράσινο για να το φοράει. Την έκανε να γελάει ακόμα κι όταν δεν το ήθελε, ακόμα κι όταν δεν έπρεπε. Κι ήθελε να απασφαλίσει όλο το κύμα των συναισθημάτων της, όλη την ορμή της όλο το πλέγμα των δακρύων και να τα κάνει χαρές για εκείνον. Αλλά φοβόταν τον φόβο του. Τον φόβο που εκείνη νόμιζε πως θα έχει.

Κάθονταν δίπλα δίπλα στην μπάρα του Fin κι έπιναν τα ποτά τους παρέα. Δίπλα τους γινόταν χαλασμός σε ένα αυθόρμητο πάρτυ ντυμένο με την αγριότητα των αληθινών ανθρώπων. Δίπλα τους όλη εκείνη η ενέργεια κάποιου χορού ξεχασμένου, έρρεε και τους τύλιγε και εκείνοι αντιστέκονταν με όλες τους τις δυνάμεις. Η γυναίκα με τα βρόχινα μάτια ξεδίπλωνε τη γοητεία της φυσικά σαν να χτένιζε τα μαλλιά της και του ψιθύρισε «Είναι όμορφα που ενώνονται έτσι τόσες μοναχικότητες». Του το έλεγε χωρίς να τον κοιτάζει σαν να μιλούσε στον εαυτό της με το βλέμμα στα τζάμια που φύσαγαν και ξεφύσαγαν μην μπορώντας να αντέξουν τόση χαρά μέσα τους ώσπου θόλωσαν.

Της έπιασε το χέρι, είχε να την δει τόσο καιρό, από το περασμένο καλοκαίρι που σε κάποια παραλία την χάζευε στον ήλιο και μετρούσε την κάθε της λεπτομέρεια. Ήταν χαζό που δεν θυμόταν τίποτα απ’ όλα αυτά, παρά τα μάτια της να στάζουνε βροχή μια μέρα με αφόρητη ζέστη και ξηρασία. Ήθελε να της τα πει όλα, να της πει πως ένα βράδυ λίγο ζαλισμένος την περίμενε στο Fin μάταια να εμφανιστεί και να κερδίσει με το βλέμμα της κάθε γωνία. Πως είχε σκεφτεί να την φιλήσει μια νύχτα πριν χρόνια που έκανε κρύο και εκείνη χοροπηδούσε στην ψαραγορά λίγο πριν το κατώφλι του μπαρ κι έμοιαζε παιδί. Αλλά δεν το έκανε.

Άφησε το χέρι της να ξεκουραστεί στην παλάμη του κι έπιασε τους σφυγμούς της να ανεβαίνουν λιγάκι. Είχε να τον δει καιρό από το περασμένο καλοκαίρι που σε μια κάποια παραλία απλωνόταν χαριτωμένα στον ήλιο ξεχωρίζοντας το βλέμμα του πάνω της απ’ όλα τα άλλα. Ήθελε να του τα πει όλα. Να του πει πως κάποια Σάββατα καθόταν με την πλάτη στην μπάρα του Fin για να μπορεί να κοιτάζει την πόρτα μήπως και έμπαινε. Να του πει ότι εκείνο το βράδυ που είχε πιει λίγο παραπάνω ρακόμελο το έκανε για να του δώσει την ευκαιρία να την φιλήσει προστατεύοντας της. Να του δώσει να καταλάβει ότι καμιά φορά η Βροχή στα μάτια της ερχόταν μόνο και μόνο από χαρά που βρισκόταν τόσα χρόνια δίπλα της περιμένοντας κάτι. Το ίδιο με εκείνη.

Πέρασε η ώρα. Οι μοναχικότητες του μπαρ είχαν ενωθεί σε μία και μοναδική φλόγα ενέργειας που κατάκαιγε την εγωιστική θλίψη της καθεμιάς τους. Η γυναίκα με τα βρόχινα μάτια κι ο μικρός της πρίγκηπας έφυγαν με τα πολλά. Αποφασίζοντας να ακολουθήσουν ο ένας τον φόβο του άλλου δεν είχαν πει τίποτα ακόμα απ' όσα θα ήθελαν. Κι έμειναν για ένα ακόμη βράδυ κάτι που θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο. Κάτι σε κατάσταση αναμονής. Κι η ζωή στο μικρό κι αγαπημένο μας μπαρ συνεχίζεται… και θα συνεχίζεται, τουλάχιστον ώσπου οι δυο τους να τολμήσουν να ενωθούν με την φλόγα του.


ΥΓ: Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι σχεδόν φανταστικά. Κάθε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι σχεδόν συμπτωματική. Serial Finers σας ευχαριστώ για τις εμπνεύσεις δύο χρόνων.