Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 13 Μαΐου 2011

Serial Finers 18. 2*π* r


Σε λίγο θα πέσει η αυλαία στην νυχτερινή αυλή του Fin καθότι καλοκαιριάζει… Κύκλος δεν είναι κι αυτό; Μας αφήνει σε μία πόλη που δεν ξέρει αν καλοκαίριασε ή όχι να φτιάξουμε νυχτερινές αναμνήσεις αλλού και να τις φέρουμε πάλι όταν «ξαναβραδιάσει» στην Ψαραγορά… Ε, λοιπόν λίγο πριν την αυλαία και υπό τους ήχους των Mazzy Star, μία ακόμη ιστορία με την αφετηρία της εκεί στην μικρή αυλή μας.


Ο Άντρας στην αυλή παρήγγειλε μία ακόμη ξανθιά. Γύρισε και κοίταξε το ανοικτό κομμάτι του ουρανού στο κέντρο της ψαραγοράς, ακούγοντας την πολύχρωμη καρδιά της πόλης να πάλλεται γκρινιάζοντας γύρω του.

Οι φίλοι του ήταν εκεί, αλλά πλέον δεν χρειαζόταν να απολογείται σε κανέναν επειδή απολάμβανε την μοναχικότητα του. Ποτέ μοναξιά… απλά το κεκτημένο της μοναχικότητας. Τα πράγματα είχαν αλλάξει, μουρμούριζαν πηγαδάκια γύρω του, αλλά εκείνος δεν νοιαζόταν ιδιαίτερα. Κανείς δεν είχε φράγκα πια, αλλά αυτός δεν είχε έτσι κι αλλιώς οπότε μικρό το κακό. Οι διαδηλώσεις γίνονταν όλο και μικρότερες σε συμμετοχή και βιαιότερες σε ένταση έλεγαν, αλλά αυτός έτσι κι αλλιώς είχε σταματήσει να πιστεύει στις διαδηλώσεις οπότε μικρό το κακό και πάλι.

Οι γυναίκες εξακολουθούσαν να είναι κατά βάση τρελές αλλά τουλάχιστον άρχιζαν να αντιλαμβάνονται ότι η χάρη τους ήταν να είναι γυναίκες. Αυτός τις έβρισκε πάντα όμορφες οπότε κατά κάποιον τρόπο ίσως ο κόσμος να γινόταν καλύτερος. Τα ψεύτικα χαμόγελα εγκατέλειπαν τους ανθρώπους, που αντιλαμβάνονταν πόσο πλασματικά ήταν τα περασμένα χρόνια των μπουζουκιών και των μετροσέξουαλ, του Cosmopolitan και του Men’s Health. Ή τουλάχιστον είχαν αρχίσει να το αντιλαμβάνονται καθώς τα πράγματα έσφιγγαν από χίλιες πλευρές.

Με την αυτάρκεια ως ύψιστη –αλλά απλησίαστη- αρετή και το όνειρο της μεγάλης φυγής πάντα μέσα στο κεφάλι του, ήπιε μια γουλιά από την καινούρια κρύα μπύρα, βγήκε από τις σκέψεις του και κατέβασε τα μάτια του στους υπόλοιπους εκπροσώπους του ανθρώπινου είδους γύρω του.

Ω! Μια από τα ίδια. Τα πιτσιρίκια αδιευκρίνιστου φύλου ακόμα και απίστευτης ορμής έβριζαν και κάπνιζαν σε μικρά μπουλούκια. Οι γυναίκες ήταν πάντοτε κατά βάση τρελές και άρχιζαν την προσπάθεια επαναπροσέγγισης της θηλυκότητας λίγο προτού αυτή αρχίσει να πνέει τα λοίσθια. Οι άντρες απλά δεν ασχολούνταν πια με οτιδήποτε πέρα από τους ίδιους έχοντας χάσει το κίνητρο. Και η μιζέρια μιας ανθρώπινης κρίσης που έπληττε αδιακρίτως σχέσεις και σχέδια πλανιόταν πάνω από τα κεφάλια τους προσπαθώντας σκληρά να καπελώσει την μουσική.

«Μα που πήγαν όλοι οι χαρούμενοι άνθρωποι που εκτιμούσαν το αγνό ‘καραγκιοζιλίκι’ ως την πιο όμορφη έκφραση της ανθρώπινης φύσης;», αναρωτήθηκε σιωπηλά καταλαβαίνοντας με τρόμο ότι δεν χαμογελούσε ούτε αυτός. Κι ένιωσε ξαφνικά ότι ζούσε σε μία δυστοπία.

Η γυναίκα στο μπαρ χάζευε το ποδήλατο σε κάποιο ράφι της κάβας. Ούτε που κατάλαβε τον Άντρα που κάθισε δίπλα της κρατώντας ένα μισογεμάτο ποτήρι ξανθιά Craft. «Κι εσύ λοιπόν, γιατί δεν χαμογελάς;», τη ρώτησε έτοιμος να ακούσει κάτι ακόμα ανούσιο.

«Δεν μου είναι εύκολο. Πάσχω από έμφυτη μελαγχολία, που προκύπτει από το γεγονός ότι αντιλαμβάνομαι τους κύκλους της ζωής. Καμιά φορά αυτό διακόπτεται από μικρές επιφοιτήσεις που μου φέρνουν χαμόγελο. Αλλά αφού είμαι κυνική, μου είναι δύσκολο να το διατηρήσω», του απάντησε χωρίς να τον κοιτάζει κι ήπιε μια γουλιά από το Rusty Nail μπροστά της.

«Τι πίνεις;», την ρώτησε. «Δεν σου λέω», του απάντησε αυτή τη φορά γυρνώντας το βλέμμα της πάνω του. «Καλά. Τότε δώσε μου ένα φιλί», της είπε μην περιμένοντας τίποτα. Και τον φίλησε. Κι ύστερα του χαμογέλασε. Κι ο Άντρας κατάλαβε ότι η γυναίκα στο μπαρ δεν χρειαζόταν να απολογηθεί επειδή απολάμβανε την μοναχικότητα της. Όχι την μοναξιά… απλά το κεκτημένο της μοναχικότητας.

Συνέχισε να την κοιτάζει, μην έχοντας κάτι να πει. Ή μάλλον έχοντας πολλά να πει, τόσο συνωστισμένα στο στόμα του που δεν βγήκε λέξη. «Κρατήσου», του είπε, «Μόλις αρχίσαμε ένα κύκλο. Εγώ θα σου δείξω ότι οι άνθρωποι εξακολουθούν να είναι όμορφοι όταν τους κοιτάς μέσα από εσένα, κι εσύ θα μου δείξεις ότι το σύμπαν είναι κάτι παραπάνω από υποφερτό επειδή οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι δεν έχουν απλώσει ακόμα το χέρι τους παντού».

«Θα μου δείξεις την γη και θα σου δείξω τον ουρανό», της είπε.
«Γιατί εσύ είσαι ο αέρας κι εγώ είμαι το χώμα», του αποκρίθηκε χαμογελαστά.

Παρήγγειλαν άλλη μια γύρα στον Μάριο και τσούγκρισαν τα ποτήρια τους στην πιο αρχαία συμφωνία. Εκείνη εξακολουθούσε να είναι κατά βάση τρελή και εκείνος εξακολουθούσε να έχει το όνειρο του αγνώστου στο μυαλό του, αλλά γνώριζαν πια κι οι δύο ότι κάθε συνθήκη εύκολη ή δύσκολη, έρχεται και παρέρχεται μπροστά στην ομορφιά που βιώνουν δυο άνθρωποι μόλις αναγνωριστούν. Ο κουρνιαχτός της θλίψης και της μιζέριας, της κοινωνίας και των ανικανοποίητων θέλω έφυγε ή θα έφευγε λίγο μετά από πάνω τους όπως έφευγε εκείνη την ώρα για κάθε ζευγάρι ματιών που συναντούσε ένα ακόμα και το αναγνώριζε.

«Και θα χαμογελάς;», την ρώτησε. «Ώσπου να μην σε νοιάζει να βλέπεις το χαμόγελο μου», του είπε.«Πότε θα γίνει αυτό;», την ρώτησε. «Όποτε κλείσει ο κύκλος».

Αν ήταν λιγότερο κυνικοί, θα μπορούσαν ίσως να πιστεύουν στις σπείρες. Προς το παρόν όμως ο κύκλος τους φαινόταν το σωστό σχήμα.

ΥΓ: Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι σχεδόν φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις είναι σχεδόν συμπτωματική.