Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Serial Finers 15. Δελτίο Καιρού…

Ο κόσμος μου είναι πάντα παράξενος όταν ακούω Chet Baker. Δεν ξέρω ακριβώς ποια είναι η αιτιολογική σχέση μεταξύ τους, είναι λίγο σαν το η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα. Πάντως τώρα ακούω Chet Baker, έξω βρέχει δυνατά και ακούγονται τα απόνερα των αυτοκινήτων κι εγώ νιώθω λίγο σαν συγγραφέας με γραφομηχανή. Και θα σας πω μια ακόμη ιστορία για τους ανθρώπους και σήμερα…


Υπάρχουν άνθρωποι φτιαγμένοι από ήλιο κι άλλοι φτιαγμένοι από σύννεφα. Δεν είναι κακό ούτε το ένα ούτε το άλλο, είναι αναγκαία και τα δύο και απλά συμβαίνουν. Κι είναι όλοι τους εξαιρετικοί. Ανάμεσα στους ανθρώπους από ήλιο υπάρχουν οι άνθρωποι «χειμωνιάτικη λιακάδα», οι άνθρωποι «ηλιακή καταιγίδα», οι άνθρωποι «ήλιος με δόντια» κ.τ.λ. Ανάμεσα στους ανθρώπους από σύννεφα είναι οι άνθρωποι «περιοδικές βροχές», οι άνθρωποι «καλοκαιρινές καταιγίδες», οι άνθρωποι «αραιή συννεφιά» κ.ο.κ.

Όταν ένας άνδρας από ήλιο συναντήσει μια γυναίκα από σύννεφα κι οι δυο τους χαίρονται πάρα πολύ γιατί κάθε άνθρωπος βαριέται λίγο την φύση του ή την τάση του και γοητεύεται όταν κάτι το διαφορετικό έρχεται να τον ξεκουράσει από την γνωστή καθημερινότητα του. Έτσι έγινε όταν ο Βασιλιάς Ήλιος συνάντησε την Συννεφένια στο Fin.

Ο Βασιλιάς Ήλιος ήταν άνθρωπος «χειμωνιάτικη λιακάδα». Η Συννεφένια πάλι ήταν άνθρωπος «καλοκαιρινή καταιγίδα». Εκ διαμέτρου αντίθετοι ως προς τις εκδηλώσεις τους αλλά τους ένωναν δύο μοναδικά πράγματα, η αγάπη τους για το Fin και το γεγονός ότι εκ φύσεως ήταν κι οι δύο παράξενοι. Οι άνθρωποι δεν τους περίμεναν όταν εκφράζονταν με τον δικό τους τρόπο κι έτσι εκτός από κάποιους λίγους που τους είχαν δεχτεί όπως ήταν, οι υπόλοιποι απλά ξαφνιάζονταν αν τύχαινε να τους γνωρίσουν -κι όχι πάντοτε ευχάριστα.

Όταν βρέθηκαν εκεί στο επιπλάκι με τον ελέφαντα, μετά από μερικά λεπτά είχε πάψει να υπάρχει ο υπόλοιπος κόσμος. Ένιωθαν σαν να ανακαλύπτουν έναν κόσμο που είχαν μέσα τους και περίμενε να βγει την κατάλληλη στιγμή στον κατάλληλο αποδέκτη. Κι έτσι έγιναν οι δύο τους, καθώς αυτός ήταν ένας ήλιος του Χειμώνα κι εκείνη μια βροχή του Καλοκαιριού, μια ωραία συννεφιά demi season.

Όμως και διορθώστε με αν κάνω λάθος, ποιος άνθρωπος βολεύεται στην παρατεταμένη συννεφιά αν δεν είναι Βορειοευρωπαίος; Κι οι δυο τους άρχισαν να νιώθουν λίγο άβολα, μετά πολύ κοντά και μετά πολύ άβολα, σαν να αναμειγνύονταν παράξενα και να βάραινε το άστατο κλίμα τους. Η Συννεφένια, που είχε πρόσφατα γνωρίσει έναν άνθρωπο «ηλιακή καταιγίδα» ένιωθε ότι ηρεμούσε κοντά στον Βασιλιά Ήλιο αλλά σπάνια παραδεχόταν στον εαυτό της ότι συχνά ήθελε να γυρίσει στο Καλοκαίρι της (άλλωστε το Φθινόπωρο της την έδινε γιατί έμπλεκε πεσμένα φύλλα στα μαλλιά της). Ο Βασιλιάς Ήλιος από την άλλη που είχε γνωρίσει αρκετές γυναίκες «περιοδικές βροχές», έβρισκε ότι η Συννεφένια τον καταλάβαινε εξαιρετικά καλά, αλλά δεν πέρασε πολύς καιρός κι ήθελε απεγνωσμένα να γυρίσει στον Χειμώνα του (άλλωστε η Άνοιξη έκανε τα γόνατα του να κάνουν χρίτσι χρίτσι που λέει και το άσμα).

Οι δυο τους πέρασαν όμορφες νύχτες. Κυρίως στο Fin, που έγινε κοινό σημείο αναφοράς τους, μεταξύ ταινιών βωβού κινηματογράφου και μουσικής ευδαιμονίας, μεταξύ φιλιού και αγκαλιάς, μεταξύ συζήτησης και χειρονομιών, μεταξύ τσιγάρου και ποτού, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Αναγνωρίζοντας λοιπόν κι οι δυο βαθιά πως οι εποχές πρέπει κάποτε να τελειώνουν και να ολοκληρώνονται κι η συννεφιά να δίνει χώρο σε κάτι άλλο πιο ζεστό ή πιο κρύο, κι μετά από δυο τρία μπουρίνια που έφτιαξαν παρέα, αποφάσισαν ήσυχα ήσυχα να πάρουν τα ολόδικα τους καιρικά φαινόμενα μαζί με την demi season συννεφιά τους, να τα φυλάξουν με τρυφερότητα και να επιστρέψουν στις εποχές τους ο καθένας.

Η Συννεφένια ξανάρχισε να διασκεδάζει ξαφνιάζοντας τους ανθρώπους στην μπάρα του Fin, βρέχοντας τους με το γέλιο της όταν καίγονταν κι αφήνοντας τους με το καλοκαίρι να αχνίζει γύρω τους και ο Βασιλιάς Ήλιος χαιρόταν με την ψυχή του να μπαίνει στις αυλή του Fin και των ανθρώπων και να τους ζεσταίνει τόσο ώστε να λιώνουν οι πάγοι τους και να πετάνε τα χοντρά τους μπουφάν για λεπτές ζακέτες στην μέση του Χειμώνα.

Και καμιά φορά θες όταν κουράζονται απ’ τον εαυτό τους, θες όταν έρχεται και πάλι η σωστή εποχή, βρίσκονται εκεί μπροστά στον ελέφαντα, με μάτια που λάμπουν κι βγάζουν τα καιρικά τους φαινόμενα από το μπαούλο όπου τα έχουν κλείσει, τα βρέχουν με λίγο D’asti, κι απολαμβάνουν για λίγο αυτήν την παράξενη δέσμη που τους δένει. Ώσπου να πέσει το πρώτο φύλλο στο κεφάλι της, ή ώσπου να τρυπώσει η υγρασία στα γόνατά του…


ΥΓ: Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι σχεδόν φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι σχεδόν συμπτωματική.

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

Serial Finers 14. Επαφή…

Ήμουν στο Fin πριν από λίγες μόνο ώρες. Συνάντησα μια φίλη που μου είπε «είναι δύσκολες οι εποχές, σε όλα τα επίπεδα». Έναν φίλο φαντάρο που μου έλεγε ότι εντός του στρατού είναι δύσκολο να κρατάς επαφή με την πραγματικότητα που ζουν οι υπόλοιποι. Μία φίλη που κάτι περίμενε με ενθουσιώδη παιδικότητα. Ένα βράδυ ακόμα συνάντησα τους Serial Finers μου. Κι ήθελα να γράψω μια μικρή μικρή ιστορία, για μια μικρή μικρή σημαντική στιγμή…


Κλισέ: Οι άνθρωποι συνέχεια φεύγουν. Φεύγουν από μια ηλικία, φεύγουν από μια πόλη, φεύγουν από το σπίτι τους, φεύγουν από μία σχέση, φεύγουν από μία θεωρία, φεύγουν από την καθημερινότητα, φεύγουν από τη ζωή. Είναι τόσο απλό και πολύπλοκο ταυτόχρονα να σκεφτεί κανείς πόσο απορροφημένος είναι ο άνθρωπος στον μικρόκοσμό του με τα χιλιάδες εγώ που συνεχώς του προβάλλουν και του επιβάλλουν αντικρουόμενες ανάγκες και επιθυμίες. Νιώθει ότι φεύγει ή ότι έρχεται πάντα απομονωμένος στον μικρόκοσμό του μην μπορώντας να συνειδητοποιήσει ότι κάθε «φευγιό» του, είναι μονάχα το βήμα ενός παιδιού κι ότι το μεγαλύτερο ταξίδι του είναι η επαφή του με τον μικρόκοσμο των άλλων.

Ο φαντάρος που τώρα έπινε το ποτάκι του στην μπάρα, έφυγε για να κάνει την θητεία του. Είναι ενάντια στον στρατό, ενάντια στους εγκλεισμούς, ενάντια στους πολέμους, ενάντια στην μικρότητα, ενάντια στην βλακεία. Είναι υπέρ της μουσικής, υπέρ του μαύρου Havana, υπέρ των διακοπών, υπέρ των φίλων του, υπέρ των εμπειριών που σε βγάζουν από την απλή ρουτίνα (κι έτσι αντιμετώπιζε και τον στρατό). Έφυγε γιατί είχε έρθει η ώρα να φύγει. Μου ‘πε πως στον στρατό βιώνει μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα νιώθοντας λίγο αποκομμένος από την πραγματικότητα των άλλων.

Δίπλα του σχεδόν, η προβληματισμένη φίλη που έφυγε από την πόλη όπου έζησε τα φοιτητικά της χρόνια και κάτι παραπάνω. Είναι ενάντια στις επιστροφές, ενάντια στους συμβιβασμούς, ενάντια στην στασιμότητα, ενάντια στην επιφάνεια. Είναι υπέρ της κλασσικής ροκ, είναι υπέρ της βαθύτερης εικόνας είναι υπέρ της υπέρβασης, είναι υπέρ της μπύρας. Έφυγε γιατί ήρθε η συνθήκη να γυρίσει. Μου ‘πε ότι δεν μπορούσε να προσαρμοστεί μετά από 10 χρόνια «ελευθερίας» στο παλιό της σπίτι και την εφηβική της ζωή.

Λίγο πιο πέρα στη γωνία της μπάρας η προσμένουσα φίλη που έφυγε από ένα αχρείαστο κόλλημα. Είναι ενάντια στην μιζέρια, ενάντια στην κατάθλιψη, ενάντια στα απεριποίητα νύχια, ενάντια στους ανθρώπους που δεν της αξίζουν. Είναι υπέρ των Depeche Mode, υπέρ του κρασιού, υπέρ του καλού χιούμορ, υπέρ του ελέφαντα στο Fin. Έφυγε γιατί μπόρεσε να φύγει. Μου ‘πε ότι ήταν ευτυχισμένη κι έτρεμε από αγωνία για το καινούριο που περίμενε.

Ανάμεσά τους κι εγώ ο αποδιοργανωμένος παρατηρητής. Είμαι ενάντια στους μεγάλους χώρους, ενάντια στους αναπτήρες των άλλων, ενάντια στα ψαλίδια. Είμαι υπέρ του Nick Cave, υπέρ του ρακόμελου, υπέρ της ακαταλαβίστικης ποίησης, υπέρ των ανθρώπων. Είπα στον Μάριο να μου φέρει μια μπύρα.

Είναι παράξενο να σκεφτεί κανείς πόσοι μικρόκοσμοι μπορούν να συνυπάρξουν μέσα στο μικρό μας μπαράκι μία καθημερινή νύχτα της πόλης. Οι φίλοι που συνάντησα σήμερα μαζί τους κι ο εαυτός μου, μου έδειχναν ακριβώς αυτό. Μικρόκοσμοι ολόφωτοι αραδιασμένοι ο ένας πλάι στον άλλον στην μπάρα, που αλληλεπιδρούσαν ο καθένας ορμώμενος από διαφορετικά κίνητρα κι όμως αλληλεπιδρούσαν όλοι τους, εξαιρετικά μαγικά, συνθέτοντας έναν λίγο μεγαλύτερο μικρόκοσμο και ούτω καθεξής.

Είναι που κάπου ο φαντάρος και η φίλη με τους προβληματισμούς συνδέθηκαν κουνώντας ταυτόχρονα το κεφάλι τους κάτω από την ομπρέλα των Pink Floyd, στο άκουσμα των οποίων η φίλη με την προσμονή ήρθε και μου είπε μία ατάκα σχετική με άλλη ιστορία μας μεταδίδοντας μου ένα χαμόγελο, κι εγώ αγκάλιασα έναν άλλο φίλο γελώντας και εκείνος μετέδωσε το χαμόγελο μου ακόμα πιο πέρα και φτιάξαμε όλοι μαζί μια «αλυσίδα» επαφής εκείνη την στιγμή που άλλαξε την ροή της ιστορίας που γράφτηκε το βράδυ μιας κάποιας Τετάρτης,. Είναι που παρά την δυσκολία της εποχής που μας κάνει να σκεφτόμαστε ότι όλα λίγο πολύ είναι επιδερμικά, όλοι κάπως σε κάποιο βαθμό αποτελούμε ένα μικρό κόκκο μιας τεράστιας φωτογραφίας που αλλάζει και αναπνέει κάθε στιγμή.

Μετά από αυτήν την απρόσμενη και λεπτή σύνδεση ο φίλος μου ο φαντάρος γύρισε και μου είπε πως αν κανείς θέλει πραγματικά να έχει επαφή με την έξω συλλογική πραγματικότητα μπορεί να το κάνει κι απομονωμένος σε μια βαθιά σπηλιά. Η φίλη μου με τους προβληματισμούς μου είπε ότι σκέφτεται να φύγει στο εξωτερικό και να αλλάξει εκ βάθρων την καθημερινότητα που την έκανε να αναρωτιέται ποια στο καλό είναι. Η φίλη μου με την προσμονή πήρε αυτό που ήθελε και ήξερε τι ακριβώς να κάνει για να το κάνει να ανθίσει. Κι εγώ σταμάτησα να τους παρατηρώ για λίγο. Και κάπως έτσι με αυτήν την απίστευτη ανθρώπινη μαγιά, τα πράγματα στο μπαράκι μας φωτίσαν εκ των έσω.

ΥΓ: Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι σχεδόν φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι σχεδόν συμπτωματική.