Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

Serial Finers 13. Ευχή…

«Πιάσε κόκκινο» του είπε «αλλιώς θα τσακωθούμε. Ωραία και τώρα κάνε μια ευχή από μέσα σου κι έλα να κάνουμε φλικ ή φλοκ». «Τι ‘ ναι αυτό;» ρώτησε εκείνος. Άρχισε να του εξηγεί και σιγά σιγά κατάλαβε. Έκαναν σιωπηλά τις ευχές τους, έμπλεξαν τα μικρά τους δάχτυλα, μέτρησαν ως το τρία… κι είπαν τα αντίθετα. Κι όμως οι ευχές τους βγήκαν…

Τις βλέπω που έχουν καταλάβει την μπάρα και χαζολογάνε. Δύο τρεις χορεύουν, μία παίζει με το κινητό της, η άλλη χαιρετάει έναν φίλο που μόλις μπήκε, η τελευταία πηγαινοέρχεται στην τουαλέτα κάθε τρεις και λίγο. Παράξενο θέαμα. Τις ξέρω. Πριν μερικά χρόνια ούτε που φαντάζονταν ότι θα κατέληγαν να κάθονται σ’ ένα πηγαδάκι γέλιου στην μπάρα του Fin, ούτε ότι θα νοιάζονταν η μία την άλλη, ούτε ότι θα περνούσαν σε αυτήν την μπάρα ιστορίες κι ιστορίες όλες μαζί.

Η ναζιάρα της παρέας τώρα χορεύει σαν γατούλα η άλλη φίλη τους χτυπάει παλαμάκια στο ρυθμό, κάποια άλλη βγάζει φινοφωτογραφίες, μία ακόμη παραγγέλνει τη μπύρα της σε συγκεκριμένο ποτήρι γιατί έτσι θέλει βρε αδερφέ. Άλλη υπεξαιρεί στα γρήγορα τσιγάρο από το πακέτο εκείνης που χτυπάει παλαμάκια, είναι Γενάρης και που να τρέχει στο περίπτερο. Η τελευταία πρέπει να είναι πάλι στην τουαλέτα γιατί δεν την βλέπω.

Μερικές από τις φίλες που σας περιγράφω είναι φίλες από τα μαθητικά τους χρόνια. Σε ένα άλλο σύμπλεγμα κάποιες από αυτές, είναι φίλες από έμβρυα καθώς οι γονείς τους ήταν τύποι σαν αυτές, με άλλα στέκια καθώς το Fin δημιουργήθηκε ελαφρώς πιο πρόσφατα από την φάση της νιότης τους. Σε άλλο σύμπλεγμα κάποιες τις ένωσαν οι υπόλοιπες και έγιναν φίλες μετά την επιστροφή τους στα πάτρια εδάφη. Το κοινό τους σημείο ήταν ότι όλες κάπου κάπως είχαν φύγει από εδώ και όλες γύρισαν.

Βουρκώνει τώρα μία, όχι από τα γέλια. Το «darker with the day» του Nick Cave ακούγεται από τα ηχεία, ας κατηγορήσουμε τον Αυστραλό λοιπόν γιατί έτσι κι αλλιώς δεν θα μάθουμε τι την βούρκωσε σε αυτήν την ιστορία. Σιωπηλά κοιτάζει κάτω, εκεί που έριξε πριν το τσιγάρο της. Μία από τις άλλες τη βλέπει. Σιωπηλά κι εκείνη την σκουντάει με τον ώμο της, αρχίζουν τα χαμόγελα. Οι άλλες κουνιούνται στον ρυθμό, γελάνε δεν πήραν χαμπάρι. Καλύτερα, συνήλθε κιόλας. Παραγγέλνει λικεράκι και τσουγκρίζει το ποτήρι της με τις υπόλοιπες. Γελάνε.

Είναι οι χιλιάδες λόγοι για τους οποίους η ζωή τις έφερε μαζί, που κάνει το θέαμα τους να μοιάζει με καλοστημένη χορογραφία. Λόγοι γεωγραφικοί ως επί το πλείστον, διότι έτυχε να ζουν στην ίδια μικρή, αξιαγάπητη και ελαφρώς στάσιμη πόλη μας. Λόγοι χρονολογικοί, καθώς ανήκαν όλες στην γενιά που πρόλαβε την οικογένεια Σοφιανού να μεσουρανεί στα προγράμματα της παιδικής τους ηλικίας (ή και πιο πίσω από τότε). Λόγοι αισθητικοί (σε κάποιον βαθμό) καθώς οι απόψεις τους για την καλή μουσική μπορεί να απείχαν κατά καιρούς αλλά οι απόψεις τους για την γεύση του d’ asti και τα άλλα μεγάλα μυστήρια της ζωής συνέπιπταν με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού. Λόγοι άπειροι που δεν μπορούν να μπουν σε κουτάκια, τις έφεραν εδώ μπροστά μου σε μια ηλικία που το «για πάντα» φαντάζει πια πολύ μεγάλο και ψεύτικο, αλλά το «και για σήμερα» είναι δικό τους και το έχουν κατακτήσει.


Η γατούλα σκέφτεται μία παλιά ιστορία. Κάποτε είχε έναν φίλο, που τον γνώρισε μέσα στο Fin και τον ερωτεύτηκε πολύ κι εκείνος; Δεν θα το μάθει και ποτέ αν την ερωτεύτηκε κι εκείνος. Όμως θυμάται ένα βράδυ που κάτι είχαν πει ταυτόχρονα και «Πιάσε κόκκινο» του είπε «αλλιώς θα τσακωθούμε. Ωραία και τώρα κάνε μια ευχή από μέσα σου κι έλα να κάνουμε φλικ ή φλοκ». Εκείνος δεν ήξερε τι ήταν κι εκείνη του εξήγησε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει. Ευχήθηκε να βρει σε αυτήν την πόλη έναν σκοπό και δυο τρεις ανθρώπους να συνεννοείται και να τους αγαπά κι εκείνος ευχήθηκε να τον ερωτευτεί. Μέτρησαν μέχρι το τρία. Εκείνη είπε φλικ κι εκείνος φλοκ. Κατσούφιασαν. Καιρό μετά όταν την κρατούσε στην αγκαλιά του, της είπε «Ξέρεις το φλικ φλοκ σου δεν μετράει, η δική μου ευχή έπιασε» και μετά χάθηκε.

Επέστρεψε στο σήμερα. Κοίταξε γύρω της τις μικρές γυναίκες της ζωής της. Μία χασμουριέται, πέρασε η ώρα, η άλλη που πριν χτυπούσε παλαμάκια, ψάχνει σκαμπό να κάτσει, καλές οι γόβες και η ενηλικίωση αλλά μην το παρακάνουμε κιόλας, μία ακόμα ζητά τραγούδια απ’ τον dj. Σαν να ομορφύνανε λίγο ακόμη απόψε, σαν να μοιάζουνε λίγο περισσότερο η μία στην άλλη και όμως μαζί σαν να διαφέρουν απείρως μεταξύ τους, σαν να μεγαλώσανε άλλη μια μέρα με την καλύτερη παρέα. Μικρά ανώνυμα κορίτσια και γυναίκες μαζί στην μπάρα του Fin, με τις επαναστάσεις τους, τα θέλω τους, τον συντηρητισμό τους, την ελευθερία τους, τις ιστορίες τους, τα κολλήματά τους, τα βλέμματά τους, τα ποτά τους, τις φωνές τους, το γέλιο τους που συνθέτει μουσική για κινηματογραφικές ταινίες και μόνο. Κάποιες δικές της κάποιες όχι, αλλά όλες τόσο όμορφες και παράξενες. «Κι η δική μου ευχή έπιασε» είπε. «Τι;», ρώτησαν οι άλλες. «Τίποτα» απάντησε η γατούλα και σηκώθηκε να χορέψει μία φορά ακόμα με τα κορίτσια της. Ευτυχισμένη.

ΥΓ: Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι σχεδόν φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι σχεδόν συμπτωματική.