Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

 
 
 
 
 
 
Posted by Picasa

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Dear Serial Finers. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα πάρτυ...

Και κάπως έτσι αγαπητοί μου Finers φτάσαμε στο τέλος ενός κύκλου... του κύκλου της καταγραφής των περιπετειών σας μέσα από τα δικά μου μάτια. Ήταν χαρά μεγάλη όλο αυτό, αρχικά που μου το εμπιστεύτηκαν οι αγαπημένοι μου finο-μπαροάνθρωποι και ακόμα μεγαλύτερη που σας άρεσε και το διαβάσατε... κι ήταν όμορφο για εμένα που σας παρατήρησα όλα αυτά τα χρόνια! Και μπορεί το θεατρικό να μην το έγραψα τελικά αλλά μια μέρα θα γίνει κι αυτό. Σας χαιρετώ τρυφερά όλους μαζί κι έναν έναν... Παιδεύτηκα πολύ να το γράψω αυτό, το ας το βαφτίσουμε ιδιότυπο γράμμα, αλλά δεν μπορώ τους αποχαιρετισμούς... Ζητώ συγγνώμη για τις ιστορίες που υποσχέθηκα και δεν κατάφερα. Θα επανορθώσω σε άλλο κύκλο... Αφου μου επιτρέψετε βέβαια να σας αρχίσω τούτο εδώ με κάτι τελείως διαφορετικό. Είπαμε δεν μπορώ τους αποχαιρετισμούς. ;)

6 Χαϊκού για το FIN (ο Θεός να τα κάνει)

Κάθησα στο σκαμπό της μπάρας
Βάλατε μαξιλάρια
τρια ζήτω και τέρμα το πιάσιμο.
**

Αγαπημένα πιτσιρίκια συζητούν κρυφά
στην τουαλέτα
κι εγώ απέξω! Καταραμμένη μπύρα!
**

Θέλω να γράψω στον μαύρο τοίχο
“blu blu was here”
έτσι για να με θυμάμαι.
**

Ο καναπές μεγάλωσε
μαζί με εμένα
πόσα χρόνια πέρασαν;
**

Γνώρισα όμορφα χαμόγελα
και σπάνιες ψυχές
πόσες πολλές για μια σταλιά μπαράκι;
**

Οι άνθρωποι θέλουν μα δεν είναι
απρόβλεπτοι.
Η ζωή είναι, φιν μου! γεια σου.
**



Πήρα τις προάλλες φόρα και μπήκα στο fin. Και το fin έπαιζε χριστουγεννιάτικη τζαζ από βινύλιο. Κι έπρεπε ένιωθα να πιω κανά ουίσκυ αλλά τα λεφτά μου έφταναν για μπύρα κι έτσι πήρα μπύρα. Γύρω μου ζευγάρια μάτια που όλα κάτι μου έλεγαν και κάπου τα θυμόμουν αλλά απόψε ήθελα απλά να αράξω σε μία γωνία να ακούσω χριστουγεννιάτικη μουσική στα μέσα του Οκτώβρη, να κοιτάξω λίγο το άπειρο και να φανταστώ ότι η Vice είναι Λαγκαβούλιν. Κι όσο περίμενα εσένα, απέναντί μου, απλώθηκαν στην μπάρα οι serial finers.

Μέσα κι έξω από την μπάρα, σε μια θεατρική σκηνή λες φωτισμένη και έλεγαν τα δικά τους. Ιστορίες με τα χέρια και τα κορμιά τους και τα τραγούδια των dj' s που πολύ μου άρεσαν πάντα, σε μια παράσταση που δεν παίζεται μόνο στο κεφάλι μου αλλά παντού γύρω μας! Ζουν αναμεσά μας σου λέω. Κι είναι υπέροχοι! Τα πρώιμα Χριστούγεννα, μου έμοιαζαν με πάρτυ κι οι Serial Finers μου ήταν εκεί, παλιοί και νέοι, όλοι όσους ήξερα κι άλλοι αυτοί που πρώτα έγραψα για αυτούς κι ύστερα έμαθα κι άλλες ιστορίες τους στην πορεία. Κι άλλοι Finers, κάποιοι για τους οποίους δεν έγραψα και κράτησα τις ιστορίες τους μυστικές.


Ευδαιμονία. Αυτή μόνο η λέξη μπορούσε να περιγράψει το αίσθημα των Serial Finers στο μπαράκι μας. Ευδαιμονία κόντρα στον καιρό που αγρίευε σιγά σιγά, ευδαιμονία κόντρα στην “πραγματική” ζωή έξω από την Ψαραγορά, στην άδεια πόλη, στα σπίτια με τους καναπέδες και τις ανοιχτές τηλεοράσεις, στον δρόμο με τα κατεβασμένα πρόσωπα, στις δουλειές που δεν είχανε, στην χώρα που μαύριζε, στην αδυναμία να ονειρεύονται, κόντρα σε όλα.


Αυτό ήταν άλλωστε που πάντα ένωνε την κάθε τους ιστορία. Η ανυποκρισία της αληθινής χαράς. Της χαράς που πηγάζει από την άλλη την μέσα μας ζωή. Της χαράς που διαχέεται από τον έναν στον άλλο σε μια ελάχιστη στιγμή επαφής διακατέχοντας όλους κι ανεβάζοντας τους λίγο πιο ψηλά, ανοίγοντας τους λίγο ακόμα, δένοντας τους λίγο πιο σφιχτά. Τους κοίταξα κι εγώ από την γωνία, κατεβάζοντας τα μάτια μου από το άπειρο, θαυμάζοντάς τους έναν έναν.

Ύψωσα το ποτήρι μου στο μέρος τους, τους ευχαρίστησα και ευχηθήκαμε την καλή αντάμωση. Κι έγιναν όλα όπως έπρεπε. Κι ήταν τιμή μου.

ΥΓ: Όχι συμπτώσεις όχι φαντασίες αυτή τη φορά!!!

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Serial Finers 19. Μια ιστορία για Καληνύχτα...

Αν και γενικά θεωρώ τον εαυτό μου ανάποδο άνθρωπο δεν μπόρεσα τελικά να αποφύγω την μελαγχολία που μπάζει από την μπαλκονόπορτα μαζί με το φθινόπωρο. Και θέλησα να σας πω μια μικρή ιστορία ελαφριάς μελαγχολίας, και αρκετής βροχής μελανιού!


Στις νύχτες της μακριά του, του έγραφε μια ιστορία την ημέρα για καληνύχτα. Του τις έγραφε με καλλιγραφικά γράμματα σε ένα μικρό τετράδιο από αυτά που κρατούσαν σε φωτογραφίες μεγάλοι και σπουδαίοι συγγραφείς, στολίζοντας τες με μικρές μουτζούρες και σχεδιάκια. του γραφε ιστορίες γερμένη με χάρη στην μπάρα του fin όταν όλοι οι υπόλοιποι γελούσαν και μιλούσαν στην αυλίτσα του. Τις έγραφε κι αφού τακτοποιούσε το όμορφο στυλό της στην τσάντα της, μέτραγε τα φραγκοδίφραγκα που κουδούνιζαν μονίμως στις τσέπες της κι αποφάσιζε να πάρει μία δεύτερη δροσερή μπύρα.

Στις ιστορίες της για εκείνον δεν έβαζε πρίγκηπες και πριγκήπισσες, ξόρκια και μάγια, μα του μίλαγε για όλα. Την απειρότητα του σύμπαντος και την αγάπη που επίσης είναι άπειρη. Καμιά φορά του έβαζε στις ιστορίες κουκουβάγιες που σοφά στέκονταν πάνω σ' ένα σφηνάκι στην μπάρα του fin, ή για τυχερές σαύρες που γίνονταν άφαντες τραγουδώντας πάνω στον μαύρο καινούριο τοίχο του. Έφτιαχνε μυστικά έναν κρυφό κήπο γι' αυτόν, να χει να παίζει με τα φανταστικά λουλούδια της όταν ο κόσμος έμοιαζε πολύ γκρίζος για τα γούστα του.

Ο κόσμος τον τελευταίο καιρό παρατηρούσε, έμοιαζε γκρίζος για ολοένα και πιο πολλούς. Γνωστά της μούτρα είχαν κρεμάσει, γνωστά της νύχια είχαν φαγωθεί από ένα άγχος αδιευκρίνιστο και διάχυτο παντού. Τα χαμόγελα είχαν αραιώσει επικίνδυνα εκτός της ψαραγοράς. Εντός βέβαια ήταν μια άλλη υπόθεση. Έβρισκε σχεδόν ευλογημένη αυτή την γωνίτσα της πόλης. Συνυφασμένη με τα πιο γλυκά της βράδια και τα πιο φωτεινά της πρωινά, κι έβρισκε όμορφη την “απόβαση” κάτι άγριων νιάτων εδώ κι εκεί στην αυλίτσα του fin αφού τα παιδιά είναι παιδιά πάντα κι ανεξαρτήτως συνθηκών ή συνηθειών η γυμνή αυθάδεια της εφηβείας τους γέμιζε τα πρόσωπα τους χαρά.

Γι' αυτό επέλεγε απ' όλα τα μέρη του κόσμου να του γράφει τις ιστορίες της εκεί. Καθισμένη στην μπάρα, ανάμεσα στις κουβέντες των ανθρώπων, τα νεύματα τους και τα πλάσματα της φαντασίας της αγκαλιασμένους σε ένα ολότελα δικό της συνδεδεμένο σύνολο απλωμένο στο χαρτί. Σ' ένα κοινό μυστικό που όλοι οι θαμώνες μοιράζονταν πως αυτά τα τοιχάκια ή αυτοί οι ίδιοι ήταν φτιαγμένοι από υλικό μιας άλλης εποχής όπου τα πράγματα ήταν πιο απλά και μετριούνταν με ανθρώπινες λέξεις και σχέσεις αντί για ποσοστά. Με τέτοιες λέξεις του γραφε για τα αστέρια. Και για ανθρώπους που είτε τα έφτιαχναν με αστρόσκονη από τα μάτια τους και μπλε και κόκκινες κλωστές απ' τα μαλλιά τους, είτε πετούσαν ως αυτά και τα άδραχναν με τα χέρια τους. Και του έγραφε για την αγάπη. Και για τους ανθρώπους που την έφτιαχναν βαθιά μέσα τους έτοιμοι να τη ρίξουν σαν πέπλο με υπομονή σ' όλο τον κόσμο ή γι' άλλους που τη δέχονταν μέσα τους κι αγάλιαζαν κι ήταν έτοιμοι ύστερα να την δώσουν πιο κει με τη σειρά τους.

Τράβηξε μια όμορφη γραμμή στο πυκνογραμμένο της τετράδιο. Ένα Τ κοσμούσε την τελευταία της σελίδα. Σήκωσε το βλέμμα της και τον είδε στην άλλη άκρη της μπάρας να γελάει στην μουσική. Έκλεισε το βιβλιαράκι της και έκανε τέσσερα γερά βήματα ως εκείνον. Της μίλησε μα η μουσική ήταν δυνατά κι εκείνη ούτε που τον άκουσε. Έπιασε τα χέρια του και έβαλε μέσα ένα βιβλίο. Τις ιστορίες της. Όλες εκείνες που του είχε γράψει τις νύχτες της που επέλεγε να είναι μακριά του. Μα όχι πια, ο κήπος που του έχτιζε ήταν έτοιμος στα σαστισμένα χέρια του. Την κοίταξε με απορία να γυρίζει πίσω στη θέση της.

Οι ώμοι της κύρτωναν ελαφρά καθώς έσκυβε να παραγγείλει στον Μάριο την δεύτερη της μπύρα. Κύρτωναν όπως όταν του γραφε για τα μελαγχολικά κορίτσια των ονείρων της και τους άνδρες πολεμιστές που τα προστάτευαν, συναισθανόμενη την βαθιά θλίψη του κόσμου που έχανε σιγά σιγά και σταθερά την παιδικότητα και την φαντασία του. Εκείνη δεν κατάφερνε να την χάσει κι ούτε που προσπαθούσε. Ήξερε βέβαια πως αν την έχανε ίσως να χαμογελούσε περισσότερο μα τότε δεν θα υπήρχε το βιβλιαράκι της. Αν την έχανε θα του έλεγε σοβαρά πράγματα και ποσοστά. Κι αυτός δεν θα μάθαινε ποτέ τις ιστορίες της. Κι ούτε θα ήθελε ποτέ να μάθει κι άλλες. Από εκείνες που κάποτε έφτιαχνε μέσα της τις νύχτες της μακριά του.

ΥΓ: Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι σχεδόν φανταστικά. Κάθε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι σχεδόν συμπτωματική.

ΥΓ2: Επίσης η φωτό είναι σχέδιο της stacy rowan http://stopanddrawtheroses.blogspot.com/

Τρίτη 7 Ιουνίου 2011

ACOUSTIC LIVE

 

Καλωσορίζουμε και αυτό το καλοκαίρι με διάθεση και πολύ μουσική και σας ενημερώνουμε ότι φέτος θα είμαστε ανοιχτά όλους τους καλοκαιρινούς μήνες καθημερινά, εκτός Κυριακής και Δευτέρας.
Posted by Picasa

Παρασκευή 13 Μαΐου 2011

Serial Finers 18. 2*π* r


Σε λίγο θα πέσει η αυλαία στην νυχτερινή αυλή του Fin καθότι καλοκαιριάζει… Κύκλος δεν είναι κι αυτό; Μας αφήνει σε μία πόλη που δεν ξέρει αν καλοκαίριασε ή όχι να φτιάξουμε νυχτερινές αναμνήσεις αλλού και να τις φέρουμε πάλι όταν «ξαναβραδιάσει» στην Ψαραγορά… Ε, λοιπόν λίγο πριν την αυλαία και υπό τους ήχους των Mazzy Star, μία ακόμη ιστορία με την αφετηρία της εκεί στην μικρή αυλή μας.


Ο Άντρας στην αυλή παρήγγειλε μία ακόμη ξανθιά. Γύρισε και κοίταξε το ανοικτό κομμάτι του ουρανού στο κέντρο της ψαραγοράς, ακούγοντας την πολύχρωμη καρδιά της πόλης να πάλλεται γκρινιάζοντας γύρω του.

Οι φίλοι του ήταν εκεί, αλλά πλέον δεν χρειαζόταν να απολογείται σε κανέναν επειδή απολάμβανε την μοναχικότητα του. Ποτέ μοναξιά… απλά το κεκτημένο της μοναχικότητας. Τα πράγματα είχαν αλλάξει, μουρμούριζαν πηγαδάκια γύρω του, αλλά εκείνος δεν νοιαζόταν ιδιαίτερα. Κανείς δεν είχε φράγκα πια, αλλά αυτός δεν είχε έτσι κι αλλιώς οπότε μικρό το κακό. Οι διαδηλώσεις γίνονταν όλο και μικρότερες σε συμμετοχή και βιαιότερες σε ένταση έλεγαν, αλλά αυτός έτσι κι αλλιώς είχε σταματήσει να πιστεύει στις διαδηλώσεις οπότε μικρό το κακό και πάλι.

Οι γυναίκες εξακολουθούσαν να είναι κατά βάση τρελές αλλά τουλάχιστον άρχιζαν να αντιλαμβάνονται ότι η χάρη τους ήταν να είναι γυναίκες. Αυτός τις έβρισκε πάντα όμορφες οπότε κατά κάποιον τρόπο ίσως ο κόσμος να γινόταν καλύτερος. Τα ψεύτικα χαμόγελα εγκατέλειπαν τους ανθρώπους, που αντιλαμβάνονταν πόσο πλασματικά ήταν τα περασμένα χρόνια των μπουζουκιών και των μετροσέξουαλ, του Cosmopolitan και του Men’s Health. Ή τουλάχιστον είχαν αρχίσει να το αντιλαμβάνονται καθώς τα πράγματα έσφιγγαν από χίλιες πλευρές.

Με την αυτάρκεια ως ύψιστη –αλλά απλησίαστη- αρετή και το όνειρο της μεγάλης φυγής πάντα μέσα στο κεφάλι του, ήπιε μια γουλιά από την καινούρια κρύα μπύρα, βγήκε από τις σκέψεις του και κατέβασε τα μάτια του στους υπόλοιπους εκπροσώπους του ανθρώπινου είδους γύρω του.

Ω! Μια από τα ίδια. Τα πιτσιρίκια αδιευκρίνιστου φύλου ακόμα και απίστευτης ορμής έβριζαν και κάπνιζαν σε μικρά μπουλούκια. Οι γυναίκες ήταν πάντοτε κατά βάση τρελές και άρχιζαν την προσπάθεια επαναπροσέγγισης της θηλυκότητας λίγο προτού αυτή αρχίσει να πνέει τα λοίσθια. Οι άντρες απλά δεν ασχολούνταν πια με οτιδήποτε πέρα από τους ίδιους έχοντας χάσει το κίνητρο. Και η μιζέρια μιας ανθρώπινης κρίσης που έπληττε αδιακρίτως σχέσεις και σχέδια πλανιόταν πάνω από τα κεφάλια τους προσπαθώντας σκληρά να καπελώσει την μουσική.

«Μα που πήγαν όλοι οι χαρούμενοι άνθρωποι που εκτιμούσαν το αγνό ‘καραγκιοζιλίκι’ ως την πιο όμορφη έκφραση της ανθρώπινης φύσης;», αναρωτήθηκε σιωπηλά καταλαβαίνοντας με τρόμο ότι δεν χαμογελούσε ούτε αυτός. Κι ένιωσε ξαφνικά ότι ζούσε σε μία δυστοπία.

Η γυναίκα στο μπαρ χάζευε το ποδήλατο σε κάποιο ράφι της κάβας. Ούτε που κατάλαβε τον Άντρα που κάθισε δίπλα της κρατώντας ένα μισογεμάτο ποτήρι ξανθιά Craft. «Κι εσύ λοιπόν, γιατί δεν χαμογελάς;», τη ρώτησε έτοιμος να ακούσει κάτι ακόμα ανούσιο.

«Δεν μου είναι εύκολο. Πάσχω από έμφυτη μελαγχολία, που προκύπτει από το γεγονός ότι αντιλαμβάνομαι τους κύκλους της ζωής. Καμιά φορά αυτό διακόπτεται από μικρές επιφοιτήσεις που μου φέρνουν χαμόγελο. Αλλά αφού είμαι κυνική, μου είναι δύσκολο να το διατηρήσω», του απάντησε χωρίς να τον κοιτάζει κι ήπιε μια γουλιά από το Rusty Nail μπροστά της.

«Τι πίνεις;», την ρώτησε. «Δεν σου λέω», του απάντησε αυτή τη φορά γυρνώντας το βλέμμα της πάνω του. «Καλά. Τότε δώσε μου ένα φιλί», της είπε μην περιμένοντας τίποτα. Και τον φίλησε. Κι ύστερα του χαμογέλασε. Κι ο Άντρας κατάλαβε ότι η γυναίκα στο μπαρ δεν χρειαζόταν να απολογηθεί επειδή απολάμβανε την μοναχικότητα της. Όχι την μοναξιά… απλά το κεκτημένο της μοναχικότητας.

Συνέχισε να την κοιτάζει, μην έχοντας κάτι να πει. Ή μάλλον έχοντας πολλά να πει, τόσο συνωστισμένα στο στόμα του που δεν βγήκε λέξη. «Κρατήσου», του είπε, «Μόλις αρχίσαμε ένα κύκλο. Εγώ θα σου δείξω ότι οι άνθρωποι εξακολουθούν να είναι όμορφοι όταν τους κοιτάς μέσα από εσένα, κι εσύ θα μου δείξεις ότι το σύμπαν είναι κάτι παραπάνω από υποφερτό επειδή οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι δεν έχουν απλώσει ακόμα το χέρι τους παντού».

«Θα μου δείξεις την γη και θα σου δείξω τον ουρανό», της είπε.
«Γιατί εσύ είσαι ο αέρας κι εγώ είμαι το χώμα», του αποκρίθηκε χαμογελαστά.

Παρήγγειλαν άλλη μια γύρα στον Μάριο και τσούγκρισαν τα ποτήρια τους στην πιο αρχαία συμφωνία. Εκείνη εξακολουθούσε να είναι κατά βάση τρελή και εκείνος εξακολουθούσε να έχει το όνειρο του αγνώστου στο μυαλό του, αλλά γνώριζαν πια κι οι δύο ότι κάθε συνθήκη εύκολη ή δύσκολη, έρχεται και παρέρχεται μπροστά στην ομορφιά που βιώνουν δυο άνθρωποι μόλις αναγνωριστούν. Ο κουρνιαχτός της θλίψης και της μιζέριας, της κοινωνίας και των ανικανοποίητων θέλω έφυγε ή θα έφευγε λίγο μετά από πάνω τους όπως έφευγε εκείνη την ώρα για κάθε ζευγάρι ματιών που συναντούσε ένα ακόμα και το αναγνώριζε.

«Και θα χαμογελάς;», την ρώτησε. «Ώσπου να μην σε νοιάζει να βλέπεις το χαμόγελο μου», του είπε.«Πότε θα γίνει αυτό;», την ρώτησε. «Όποτε κλείσει ο κύκλος».

Αν ήταν λιγότερο κυνικοί, θα μπορούσαν ίσως να πιστεύουν στις σπείρες. Προς το παρόν όμως ο κύκλος τους φαινόταν το σωστό σχήμα.

ΥΓ: Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι σχεδόν φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις είναι σχεδόν συμπτωματική.

Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

ΤΑ ΠΕΡΑΣΑΜΕ ΟΜΟΡΦΑ !

 
 
 
 
 
 

Και φέτος το Μ. Σάββατο στο μικρό μας fin περάσαμε όμορφα με τον Δημήτρη Καραγιάννη, τον Βασίλη Ξενόπουλο και την εκπληκτική Maria Morris. Τους ευχαριστούμε όπως και όλους τους καλούς ανθρώπους που μας τίμησαν με την παρουσία τους.
Posted by Picasa

Πέμπτη 21 Απριλίου 2011

 
 
 
 
 
 
Posted by Picasa

Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΣΤΟ fin!

pasxa

Μ. ΔΕΥΤΕΡΑ : μουσικές επιλογές από τον DJ Bouli

Μ. ΤΡΙΤΗ : den leei με τον Βασίλη

Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ : ο Νώτης σε μουσικές αναζητήσεις

Μ. ΠΕΜΠΤΗ :  ο Θάνος όταν δεν τραγουδάει

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ : ο Γιαννάκης σε νέες περιπέτειες

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ : το μεσημέρι LIVE ΑΚΟΥΣΜΑΤΑ με τον Δημήτρη

                    Καραγιάννη και την παρέα του.

                    Μετά την ανάσταση ALOULOU PARTY

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ : Bouli – Bouli PARTY

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

Serial Finers 17,5. Παρασκευές…

Αυτή η ιστορία δεν είναι για κανέναν (εξού και η αρίθμηση), είναι για όλους και για κανέναν, είναι για μία ημέρα σαν τη σημερινή. Είναι για κάθε ημέρα που μοιάζει με Παρασκευή, ενώ δεν είναι. Είναι για τις παράξενες μέρες που τυλίγονται σε ομίχλη μέσα σε κεφάλια, αφού όλοι έρχονται στο μπαράκι μας για ένα χαλαρό ποτό καθένας χαμένος στις σκέψεις του μα που όλοι μαζί δεν φεύγουν πριν να κλείσει.


Μπήκε μέσα με την αυτοπεποίθηση οπόσουμ. Δηλαδή με καμία αυτοπεποίθηση. Είχε μάθει από πολύ νωρίς να είναι διακριτική και ήσυχη και γελαστή μέσα στη σιωπή και ήρεμη μέσα στον θυμό και τσαντισμένη μέσα στην ελαφρότητα. Είχε ωραίο βάδισμα γιατί είχε μάθει να περπατά ανάμεσα στους ανθρώπους χωρίς να τους ενοχλεί.

Κρατούσε το κεφάλι της γερμένο όταν της μιλούσαν προσπαθούσε να ακούσει τους ψιθύρους των γύρω της χωρίς να χάνει νότα από τη μουσική. Μπορούσε να μείνει μόνη της για ώρα με ένα ποτήρι μπύρας στο χέρι μόνο και μόνο για να ακούσει, να μυριστεί την μουσική μιας άλλης εποχής που την έπλενε και την καθάριζε βαθιά μέσα της. Και μπορούσε να σιωπά για ώρες.

Άμα μιλούσε εκείνη έλεγε πράγματα όπως όλων των άλλων, είχε παρέες όπως όλων των άλλων που νόμιζες ότι την καταλάβαιναν όπως όλοι οι άλλοι, που νόμιζες πως γελούσαν με τα αστεία της, που νόμιζες ότι ήταν κομμάτι τους, μέρος τους, μέλος του ζωντανού οργανισμού μιας παρέας. Όμως αν διέκρινες λίγο καλύτερα θα καταλάβαινες πως δεν ήξεραν τις ιστορίες της γιατί απλά δεν γινόταν να τις ξέρουν, θα καταλάβαινες ότι στα λόγια της υπήρχε μια κρυφή ροή, που το απαίδευτο αυτί σου δεν την έπιανε, ωστόσο διέκρινες λέξεις και φράσεις διαφορετικές. «Έχεις ονειρευτεί ποτέ τον εαυτό σου να κοιμάται;», «Έχεις νιώσει ποτέ να αιωρήσαι ανάμεσα στους ανθρώπους, να νιώθεις αγάπη για αυτούς, να τους αισθάνεσαι δικούς σου, τραγούδι σου;» ¨Ποια ήταν η τελευταία φορά που στ’ αλήθεια ξύπνησες;», τέτοια ρωτούσε ενώ έλεγε πράγματα όπως όλων των άλλων.

Η ημέρα της ήταν η Παρασκευή. Ερχόταν νωρίς και στεκόταν για λίγο αβέβαιη, σαν να μετρούσε κραδασμούς σε κάθε σκαμπουδάκι, να βρει ποιο σημείο της μπάρας ταίριαζε με την διάθεσή της. Μετά από λίγο καθόταν και χαμογελαστή έπαιρνε την μπύρα της και περίμενε έναν έναν την παρέα της να εμφανιστεί. Απολάμβανε τα βλέμματα να την ζεσταίνουν, τα χαμόγελα να την κερνούν, την μουσική να εισβάλλει στον αυστηρά δικό της χώρο και να την κατακλύζει. Γνώριζε ανθρώπους, και τους μιλούσε κρύβοντας πάντα τις περίεργες ερωτήσεις της κάτω από λέξεις καθημερινές, περιμένοντας πως κάποια στιγμή κάποιος θα της απαντήσει σε όλα αυτά χωρίς να χρειαστεί κάτι άλλο.

Αν την γνώριζες Δευτέρα, θα την έλεγες κυνική, αν την έβλεπες Τρίτη, θα την έλεγες αέρινη, τις Τετάρτες θα σου φάνταζε γήινη και τις Πέμπτες προσιτή, αλλά τις Παρασκευές δεν θα μπορούσες να την χαρακτηρίσεις τίποτα. Τις Παρασκευές άφηνε να την πηγαίνει η μουσική. Αφηνόταν να γίνει ένα με το Fin, διαλυόταν ανάμεσα στους ανθρώπους του, χόρευε με το μυαλό της κάτω από την κόκκινη καμάρα, μπροστά από το μπαρ, αλώνιζε παντού με την σκέψη της να ακολουθεί τις νότες. Παιδευόταν με τον Johnny Cash, καιγόταν με την Nina Simone, έπεφτε στο Κύμα του Κωνσταντίνου Β., χοροπηδούσε με τους Pulp, εκτεινόταν από την μία άκρη μιας οκτάβας ως την άλλη.

Κάποιος μια κάποια Παρασκευή της είπε πως ήταν μοναχική. Μα καθώς το έλεγε εκείνη διέκρινε μέσα σε εκείνη την μοναδική λέξη, όλες τις απαντήσεις που εκείνος έκρυβε για τα τόσα πράγματα που η ίδια ρωτούσε τον κόσμο λέγοντας ένα απλό γεια. Ύψωσε το ποτήρι της στην υγειά του και ρούφηξε την τελευταία της γουλιά.

ΥΓ: Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι σχεδόν φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα και καταστάσεις είναι σχεδόν συμπτωματική.

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011

Serial Finers 17. Sequel …

Δεν θα πω ψέμματα. Είχα βαρεθεί το Moschato D’ Asti για κανά δυο βδομάδες. Αλλά όταν είδα τον Μάριο να τοποθετεί μέσα του ένα μικρό κατακόκκινο μαρασκίνο, κάτι άλλαξε μέσα μου. Καταρχήν δεν μπορούσα να συγχωρήσω τον εαυτό μου που πέντε χρόνια τώρα δεν είχα πάρει χαμπάρι ότι το Fin διέθετε και μαρασκίνο για τους αγαπημένους θαμώνες του. Κατά τα άλλα απλά, έτσι απ’ το πουθενά αν και εμπλουτισμένο το D’ Asti μου ξανάκανε το απαραίτητο «κλικ». Κι από κει συνεχίσαμε την όμορφη ιστορία μας…

Έχεις δει ποτέ τον έρωτα να τρέχει με την όπισθεν προς τα πάνω σου; Τον έχεις δει με τη μορφή ενός Skania να σε πλησιάζει από κάποια ξεχασμένη σου γωνία κι εσύ να νιώθεις ωσάν Σκαθαράκι στη μέση του πουθενά; Εγώ τον είδα να την χτυπά σύγκορμη την γυναίκα φιλμ νουάρ καταμεσής του Fin. Η σκηνή εκτυλίχθηκε στα μάτια μου μέσα σε δευτερόλεπτα, όταν η κινηματογραφική γυναίκα σήκωσε τα μάτια της με κατεύθυνση προς την ασπρόμαυρη ταινία που έπαιζε στο πανί πάνω από το μπαρ. Έλα μου όμως που τα μάτια της σκάλωσαν στον δρόμο.

Εκείνος την είχε καλέσει εδώ. Είχαν καιρό να τα πούνε, είχαν περάσει και δυο χρόνια σχεδόν απ’ όταν γνωρίστηκαν σε εκείνη την ίδια θέση που καθόταν τώρα και σιγοκουβέντιαζε με τον Σπύρο. Η ιστορία τους γράφτηκε μεταξύ άλλων και κάτω από την κόκκινη καμάρα του Fin όπου άγγιξαν πρώτη φορά ο ένας τον άλλον, θες απ’ το στρίμωγμα του χορού, θες επειδή το ήθελαν, πάντως προέκυψε. Κι είχαν χαθεί για κάποιο καιρό στο αναμετάξυ τους βαθιά μέχρι που η γυναίκα φιλμ νουάρ είπε «That’s a wrap» και τέλειωσε αυτό που είχαν αρχίσει.

Και να τώρα που τον κοίταζε να έχει γυρισμένη την πλάτη του και να γελάει με κάποια κουβέντα του Σπύρου και να πίνει το ποτό του ρίχνοντας που και που ένα βλέμμα στην ταινία που έντυνε με γαλακτερό φως όλους τους θαμώνες κάνοντας τους μυστήριους και αλλόκοσμους. «Παράξενο», είπε μέσα της καθώς ακόμα δεν είχε συνειδητοποιήσει το κύμα του εκ του παρελθόντος ορμώμενου έρωτα που ήδη την είχε ποτίσει, όπως τότε που μια κάποια σαδιστική μοίρα είχε οδηγήσει στο κεφάλι της όλα τα ποτά του Fin απ’ όλα τα αδέξια χέρια. Ξαφνικά!

Η Jazz βάραινε γύρω τους τον αέρα καθώς καθόταν απέναντι του μ’ ένα μειδίαμα στα χείλη που ταίριαζε σε ασπρόμαυρη ηρωίδα. Τα λόγια τους θα έπρεπε να είναι λίγα και γεμάτα νοήματα, όμως αυτό εδώ δεν ήταν ταινία αλλά η πραγματικότητα και τα νέα δύο χρόνων έπρεπε να χωρέσουν σε λίγες ώρες ζωής. Έπιναν παρέα και γελούσαν με τον ίδιο πηγαίο τρόπο όπως τότε, πράγμα που έκανε την γυναίκα φιλμ νουάρ να νιώθει ακόμα πιο παράξενα και πίσω από τις λέξεις της να κάνει χιλιάδες σκέψεις ερωτικού παραλογισμού προς έναν άνθρωπο που κάποτε η ίδια επέλεξε να βγάλει από την ζωή της. Σκεφτόταν πως όσα δεν ήταν πριν δυο χρόνια γι΄αυτόν, θα ήθελε να ήταν τώρα, να δώσει σ’ αυτόν τον άντρα έρωτα πολύ, μεθυστικό και ομιχλώδη σαν την φύση της.

Γιατί βλέπετε δεν ήταν τυχαία μια γυναίκα φιλμ νουάρ, πως θα μπορούσε άλλωστε; Φανταστείτε το πιο κλισέ τέλος μιας τέτοιας ταινίας, όπου ο ήρωας περιμένει σ’ ένα τρένο κρεμασμένος από το παράθυρο να εμφανιστεί η μοιραία γυναίκα που είχε συμφωνήσει να φύγει μαζί του στο σταθμό. Το τρένο σφυρίζει, ο ήρωας φεύγει, καπνίζει σαν το φουγάρο με θλίψη κι απογοήτευση, κι η γυναίκα τον κρυφοκοιτάζει πίσω από μια κολώνα επιλέγοντας να μην εμφανιστεί στην αποβάθρα παρά ένα δευτερόλεπτο πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους. Κι είχε υπάρξει τέτοια γυναίκα τούτη εδώ. Και παρά το ότι είχε ντύσει την απόφαση της με χίλια δυο λογικά κατά τα τότε φαινόμενα επιχειρήματα, τώρα απλά ένιωθε χαμένη.

Αν την πλησίαζε κανείς εκείνη την ώρα και την ρωτούσε «τι φταίει;», πιθανόν να απαντούσε «ο Coltrane» ή «η ταινία» ή «το Σάμος ζεστό με κανέλλα», αλλά μέσα της ήξερε απλά πως τότε δεν ήταν έτοιμη να σπάσει λίγο το καλούπι που η ίδια είχε δημιουργήσει για τον εαυτό της. Να δημιουργήσει μια μικρή ρωγμή στο κινηματογραφικό της καλούπι που ήταν εύθραυστο και δυνατό μαζί, που έψαχνε την αγάπη και την ελευθερία μαζί, το φιλμ νουάρ καλούπι της που δεν ήθελε τίποτα λιγότερο από ένα μεγάλο ηχηρό «όλα». Κι ύστερα σ’ αυτά τα δύο χρόνια το κατάλαβε, πως αυτό το μεγάλο ηχηρό «όλα» δεν ήταν τίποτα άλλο από τον εαυτό της που γελούσε. Τίποτα περισσότερο, τίποτα πιο λίγο. Και να που τώρα στεκόταν απέναντί του έτοιμη να του δώσει το καλέμι στο χέρι.

Η ταινία είχε τελειώσει περίπου ένα τέταρτο. Η Jazz είχε δώσει χώρο σε κάποια άλλη μουσική. Το φως πίσω απ’ το μπαρ φώτιζε τα μάτια των ανθρώπων που είχαν αρχίσει να μιλούν χορεύοντας. Θες απ’ το στρίμωγμα του χορού, θες επειδή το ήθελαν, η γυναίκα φιλμ νουάρ και ο άνδρας άγγιξαν ο ένας το κορμί του άλλου και ζεστάθηκαν. Και σπάζοντας όλα τα κινηματογραφικά κλισέ η γυναίκα ανάμεσα σε δυο απλές λέξεις που κανείς απ’ τους δυο δεν άκουσε, του είπε με το σώμα της: «Δεν επιθυμώ τίποτα λιγότερο από εμένα σε εσένα. Ξέρεις να ακούς τα βήματα μου και ξέρω τον ρυθμό των δικών σου. Κι αν κάποτε δεν θέλησα να τον ακολουθήσω τώρα θέλω να με τραβήξεις εσύ σε αυτά, σαν φιλί, σαν ήχος. Και θα ‘ρθω… για μένα και για σένα». Και κάπως έτσι φτάνοντας κάτω από την καμάρα του Fin, εκείνη την κόκκινη ολόδικη τους καμάρα παραδόθηκαν στο sequel… Άγραφο μεν μα σίγουρα όχι φιλμ νουάρ πια.

ΥΓ: Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι σχεδόν φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι σχεδόν συμπτωματική.

Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

carnival party 2011

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Posted by Picasa

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Serial Finers 16. Standby ...

Ήταν πριν δυο χρόνια δυο τρεις μέρες μετά από ένα αποκριάτικο πάρτυ και λίγη συζήτηση που κάθισα να γράψω την εισαγωγή μου στον κόσμο των Serial Finers. Δυο χρόνια κι είμαι εδώ με μία ακόμα ιστορία κατά τι διαφορετική. Βλέπετε καμιά φορά υπάρχουν και ιστορίες αναμονής. Ιστορίες που παραλίγο να γίνουν. Ιστορίες που θα μπορούσαν να είναι τα πάντα κι ακόμα δεν έχουν ξεδιπλωθεί. Ιστορίες όμως κι αυτές όπως κι οι άλλες. Ιστορίες ανεκπλήρωτες. Μια τέτοια έχω να σας πω απόψε. Γιατί δεν είναι λίγες οι φορές που αυτό το παραλίγο μας παίδεψε ή μας παιδεύει ακόμα…


Την άγγιξε μετά από πολύ καιρό. Ακουμπισμένη στην μπάρα με το ποτό της στο χέρι. Amaretto με στιμμένο λεμόνι έπινε. Ήταν χαζό, που θυμόταν τέτοιες χαζές λεπτομέρειες, αλλά δεν θυμόταν τα αρώματα της, τα λακκάκια του κορμιού της, πως ξύπναγε και τεντωνόταν σαν γάτα. Μονάχα τέτοια μικρά πραγματάκια θυμόταν, και το πώς έκλαιγε.

Ήταν μια γυναίκα με γέλιο γάργαρο. Μία γυναίκα που γύριζε την πλάτη της για να μιλήσει με κάποιον πάνω που ετοιμαζόταν να της πει την πιο όμορφη και φιλοσοφημένη ατάκα του. Και δεν την ένοιαζε. Ήταν μια γυναίκα που δεν μπορούσε να καταλάβει πως σκέφτεται. Που δεν έτρεμε τίποτα παρά μόνο τους στίχους κάποιων τραγουδιών που ενεργοποιούσαν μια παλιά μαγεία μέσα της, την έκαναν να λικνίζει το μυαλό και το κορμί της στον ρυθμό τους, στην δύναμή τους και δάκρυα πανάρχαια ανέβαιναν στα μάτια της τότε. Ζωογόνος βροχή των ματιών.

Ήταν ένας άνδρας που δεν έμοιαζε με κανέναν. Της θύμιζε τον μικρό πρίγκηπα καμιά φορά κι ήθελε να του ζωγραφίσει ένα κασκόλ πράσινο για να το φοράει. Την έκανε να γελάει ακόμα κι όταν δεν το ήθελε, ακόμα κι όταν δεν έπρεπε. Κι ήθελε να απασφαλίσει όλο το κύμα των συναισθημάτων της, όλη την ορμή της όλο το πλέγμα των δακρύων και να τα κάνει χαρές για εκείνον. Αλλά φοβόταν τον φόβο του. Τον φόβο που εκείνη νόμιζε πως θα έχει.

Κάθονταν δίπλα δίπλα στην μπάρα του Fin κι έπιναν τα ποτά τους παρέα. Δίπλα τους γινόταν χαλασμός σε ένα αυθόρμητο πάρτυ ντυμένο με την αγριότητα των αληθινών ανθρώπων. Δίπλα τους όλη εκείνη η ενέργεια κάποιου χορού ξεχασμένου, έρρεε και τους τύλιγε και εκείνοι αντιστέκονταν με όλες τους τις δυνάμεις. Η γυναίκα με τα βρόχινα μάτια ξεδίπλωνε τη γοητεία της φυσικά σαν να χτένιζε τα μαλλιά της και του ψιθύρισε «Είναι όμορφα που ενώνονται έτσι τόσες μοναχικότητες». Του το έλεγε χωρίς να τον κοιτάζει σαν να μιλούσε στον εαυτό της με το βλέμμα στα τζάμια που φύσαγαν και ξεφύσαγαν μην μπορώντας να αντέξουν τόση χαρά μέσα τους ώσπου θόλωσαν.

Της έπιασε το χέρι, είχε να την δει τόσο καιρό, από το περασμένο καλοκαίρι που σε κάποια παραλία την χάζευε στον ήλιο και μετρούσε την κάθε της λεπτομέρεια. Ήταν χαζό που δεν θυμόταν τίποτα απ’ όλα αυτά, παρά τα μάτια της να στάζουνε βροχή μια μέρα με αφόρητη ζέστη και ξηρασία. Ήθελε να της τα πει όλα, να της πει πως ένα βράδυ λίγο ζαλισμένος την περίμενε στο Fin μάταια να εμφανιστεί και να κερδίσει με το βλέμμα της κάθε γωνία. Πως είχε σκεφτεί να την φιλήσει μια νύχτα πριν χρόνια που έκανε κρύο και εκείνη χοροπηδούσε στην ψαραγορά λίγο πριν το κατώφλι του μπαρ κι έμοιαζε παιδί. Αλλά δεν το έκανε.

Άφησε το χέρι της να ξεκουραστεί στην παλάμη του κι έπιασε τους σφυγμούς της να ανεβαίνουν λιγάκι. Είχε να τον δει καιρό από το περασμένο καλοκαίρι που σε μια κάποια παραλία απλωνόταν χαριτωμένα στον ήλιο ξεχωρίζοντας το βλέμμα του πάνω της απ’ όλα τα άλλα. Ήθελε να του τα πει όλα. Να του πει πως κάποια Σάββατα καθόταν με την πλάτη στην μπάρα του Fin για να μπορεί να κοιτάζει την πόρτα μήπως και έμπαινε. Να του πει ότι εκείνο το βράδυ που είχε πιει λίγο παραπάνω ρακόμελο το έκανε για να του δώσει την ευκαιρία να την φιλήσει προστατεύοντας της. Να του δώσει να καταλάβει ότι καμιά φορά η Βροχή στα μάτια της ερχόταν μόνο και μόνο από χαρά που βρισκόταν τόσα χρόνια δίπλα της περιμένοντας κάτι. Το ίδιο με εκείνη.

Πέρασε η ώρα. Οι μοναχικότητες του μπαρ είχαν ενωθεί σε μία και μοναδική φλόγα ενέργειας που κατάκαιγε την εγωιστική θλίψη της καθεμιάς τους. Η γυναίκα με τα βρόχινα μάτια κι ο μικρός της πρίγκηπας έφυγαν με τα πολλά. Αποφασίζοντας να ακολουθήσουν ο ένας τον φόβο του άλλου δεν είχαν πει τίποτα ακόμα απ' όσα θα ήθελαν. Κι έμειναν για ένα ακόμη βράδυ κάτι που θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο. Κάτι σε κατάσταση αναμονής. Κι η ζωή στο μικρό κι αγαπημένο μας μπαρ συνεχίζεται… και θα συνεχίζεται, τουλάχιστον ώσπου οι δυο τους να τολμήσουν να ενωθούν με την φλόγα του.


ΥΓ: Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι σχεδόν φανταστικά. Κάθε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι σχεδόν συμπτωματική. Serial Finers σας ευχαριστώ για τις εμπνεύσεις δύο χρόνων.

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Serial Finers 15. Δελτίο Καιρού…

Ο κόσμος μου είναι πάντα παράξενος όταν ακούω Chet Baker. Δεν ξέρω ακριβώς ποια είναι η αιτιολογική σχέση μεταξύ τους, είναι λίγο σαν το η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα. Πάντως τώρα ακούω Chet Baker, έξω βρέχει δυνατά και ακούγονται τα απόνερα των αυτοκινήτων κι εγώ νιώθω λίγο σαν συγγραφέας με γραφομηχανή. Και θα σας πω μια ακόμη ιστορία για τους ανθρώπους και σήμερα…


Υπάρχουν άνθρωποι φτιαγμένοι από ήλιο κι άλλοι φτιαγμένοι από σύννεφα. Δεν είναι κακό ούτε το ένα ούτε το άλλο, είναι αναγκαία και τα δύο και απλά συμβαίνουν. Κι είναι όλοι τους εξαιρετικοί. Ανάμεσα στους ανθρώπους από ήλιο υπάρχουν οι άνθρωποι «χειμωνιάτικη λιακάδα», οι άνθρωποι «ηλιακή καταιγίδα», οι άνθρωποι «ήλιος με δόντια» κ.τ.λ. Ανάμεσα στους ανθρώπους από σύννεφα είναι οι άνθρωποι «περιοδικές βροχές», οι άνθρωποι «καλοκαιρινές καταιγίδες», οι άνθρωποι «αραιή συννεφιά» κ.ο.κ.

Όταν ένας άνδρας από ήλιο συναντήσει μια γυναίκα από σύννεφα κι οι δυο τους χαίρονται πάρα πολύ γιατί κάθε άνθρωπος βαριέται λίγο την φύση του ή την τάση του και γοητεύεται όταν κάτι το διαφορετικό έρχεται να τον ξεκουράσει από την γνωστή καθημερινότητα του. Έτσι έγινε όταν ο Βασιλιάς Ήλιος συνάντησε την Συννεφένια στο Fin.

Ο Βασιλιάς Ήλιος ήταν άνθρωπος «χειμωνιάτικη λιακάδα». Η Συννεφένια πάλι ήταν άνθρωπος «καλοκαιρινή καταιγίδα». Εκ διαμέτρου αντίθετοι ως προς τις εκδηλώσεις τους αλλά τους ένωναν δύο μοναδικά πράγματα, η αγάπη τους για το Fin και το γεγονός ότι εκ φύσεως ήταν κι οι δύο παράξενοι. Οι άνθρωποι δεν τους περίμεναν όταν εκφράζονταν με τον δικό τους τρόπο κι έτσι εκτός από κάποιους λίγους που τους είχαν δεχτεί όπως ήταν, οι υπόλοιποι απλά ξαφνιάζονταν αν τύχαινε να τους γνωρίσουν -κι όχι πάντοτε ευχάριστα.

Όταν βρέθηκαν εκεί στο επιπλάκι με τον ελέφαντα, μετά από μερικά λεπτά είχε πάψει να υπάρχει ο υπόλοιπος κόσμος. Ένιωθαν σαν να ανακαλύπτουν έναν κόσμο που είχαν μέσα τους και περίμενε να βγει την κατάλληλη στιγμή στον κατάλληλο αποδέκτη. Κι έτσι έγιναν οι δύο τους, καθώς αυτός ήταν ένας ήλιος του Χειμώνα κι εκείνη μια βροχή του Καλοκαιριού, μια ωραία συννεφιά demi season.

Όμως και διορθώστε με αν κάνω λάθος, ποιος άνθρωπος βολεύεται στην παρατεταμένη συννεφιά αν δεν είναι Βορειοευρωπαίος; Κι οι δυο τους άρχισαν να νιώθουν λίγο άβολα, μετά πολύ κοντά και μετά πολύ άβολα, σαν να αναμειγνύονταν παράξενα και να βάραινε το άστατο κλίμα τους. Η Συννεφένια, που είχε πρόσφατα γνωρίσει έναν άνθρωπο «ηλιακή καταιγίδα» ένιωθε ότι ηρεμούσε κοντά στον Βασιλιά Ήλιο αλλά σπάνια παραδεχόταν στον εαυτό της ότι συχνά ήθελε να γυρίσει στο Καλοκαίρι της (άλλωστε το Φθινόπωρο της την έδινε γιατί έμπλεκε πεσμένα φύλλα στα μαλλιά της). Ο Βασιλιάς Ήλιος από την άλλη που είχε γνωρίσει αρκετές γυναίκες «περιοδικές βροχές», έβρισκε ότι η Συννεφένια τον καταλάβαινε εξαιρετικά καλά, αλλά δεν πέρασε πολύς καιρός κι ήθελε απεγνωσμένα να γυρίσει στον Χειμώνα του (άλλωστε η Άνοιξη έκανε τα γόνατα του να κάνουν χρίτσι χρίτσι που λέει και το άσμα).

Οι δυο τους πέρασαν όμορφες νύχτες. Κυρίως στο Fin, που έγινε κοινό σημείο αναφοράς τους, μεταξύ ταινιών βωβού κινηματογράφου και μουσικής ευδαιμονίας, μεταξύ φιλιού και αγκαλιάς, μεταξύ συζήτησης και χειρονομιών, μεταξύ τσιγάρου και ποτού, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Αναγνωρίζοντας λοιπόν κι οι δυο βαθιά πως οι εποχές πρέπει κάποτε να τελειώνουν και να ολοκληρώνονται κι η συννεφιά να δίνει χώρο σε κάτι άλλο πιο ζεστό ή πιο κρύο, κι μετά από δυο τρία μπουρίνια που έφτιαξαν παρέα, αποφάσισαν ήσυχα ήσυχα να πάρουν τα ολόδικα τους καιρικά φαινόμενα μαζί με την demi season συννεφιά τους, να τα φυλάξουν με τρυφερότητα και να επιστρέψουν στις εποχές τους ο καθένας.

Η Συννεφένια ξανάρχισε να διασκεδάζει ξαφνιάζοντας τους ανθρώπους στην μπάρα του Fin, βρέχοντας τους με το γέλιο της όταν καίγονταν κι αφήνοντας τους με το καλοκαίρι να αχνίζει γύρω τους και ο Βασιλιάς Ήλιος χαιρόταν με την ψυχή του να μπαίνει στις αυλή του Fin και των ανθρώπων και να τους ζεσταίνει τόσο ώστε να λιώνουν οι πάγοι τους και να πετάνε τα χοντρά τους μπουφάν για λεπτές ζακέτες στην μέση του Χειμώνα.

Και καμιά φορά θες όταν κουράζονται απ’ τον εαυτό τους, θες όταν έρχεται και πάλι η σωστή εποχή, βρίσκονται εκεί μπροστά στον ελέφαντα, με μάτια που λάμπουν κι βγάζουν τα καιρικά τους φαινόμενα από το μπαούλο όπου τα έχουν κλείσει, τα βρέχουν με λίγο D’asti, κι απολαμβάνουν για λίγο αυτήν την παράξενη δέσμη που τους δένει. Ώσπου να πέσει το πρώτο φύλλο στο κεφάλι της, ή ώσπου να τρυπώσει η υγρασία στα γόνατά του…


ΥΓ: Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι σχεδόν φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι σχεδόν συμπτωματική.

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

Serial Finers 14. Επαφή…

Ήμουν στο Fin πριν από λίγες μόνο ώρες. Συνάντησα μια φίλη που μου είπε «είναι δύσκολες οι εποχές, σε όλα τα επίπεδα». Έναν φίλο φαντάρο που μου έλεγε ότι εντός του στρατού είναι δύσκολο να κρατάς επαφή με την πραγματικότητα που ζουν οι υπόλοιποι. Μία φίλη που κάτι περίμενε με ενθουσιώδη παιδικότητα. Ένα βράδυ ακόμα συνάντησα τους Serial Finers μου. Κι ήθελα να γράψω μια μικρή μικρή ιστορία, για μια μικρή μικρή σημαντική στιγμή…


Κλισέ: Οι άνθρωποι συνέχεια φεύγουν. Φεύγουν από μια ηλικία, φεύγουν από μια πόλη, φεύγουν από το σπίτι τους, φεύγουν από μία σχέση, φεύγουν από μία θεωρία, φεύγουν από την καθημερινότητα, φεύγουν από τη ζωή. Είναι τόσο απλό και πολύπλοκο ταυτόχρονα να σκεφτεί κανείς πόσο απορροφημένος είναι ο άνθρωπος στον μικρόκοσμό του με τα χιλιάδες εγώ που συνεχώς του προβάλλουν και του επιβάλλουν αντικρουόμενες ανάγκες και επιθυμίες. Νιώθει ότι φεύγει ή ότι έρχεται πάντα απομονωμένος στον μικρόκοσμό του μην μπορώντας να συνειδητοποιήσει ότι κάθε «φευγιό» του, είναι μονάχα το βήμα ενός παιδιού κι ότι το μεγαλύτερο ταξίδι του είναι η επαφή του με τον μικρόκοσμο των άλλων.

Ο φαντάρος που τώρα έπινε το ποτάκι του στην μπάρα, έφυγε για να κάνει την θητεία του. Είναι ενάντια στον στρατό, ενάντια στους εγκλεισμούς, ενάντια στους πολέμους, ενάντια στην μικρότητα, ενάντια στην βλακεία. Είναι υπέρ της μουσικής, υπέρ του μαύρου Havana, υπέρ των διακοπών, υπέρ των φίλων του, υπέρ των εμπειριών που σε βγάζουν από την απλή ρουτίνα (κι έτσι αντιμετώπιζε και τον στρατό). Έφυγε γιατί είχε έρθει η ώρα να φύγει. Μου ‘πε πως στον στρατό βιώνει μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα νιώθοντας λίγο αποκομμένος από την πραγματικότητα των άλλων.

Δίπλα του σχεδόν, η προβληματισμένη φίλη που έφυγε από την πόλη όπου έζησε τα φοιτητικά της χρόνια και κάτι παραπάνω. Είναι ενάντια στις επιστροφές, ενάντια στους συμβιβασμούς, ενάντια στην στασιμότητα, ενάντια στην επιφάνεια. Είναι υπέρ της κλασσικής ροκ, είναι υπέρ της βαθύτερης εικόνας είναι υπέρ της υπέρβασης, είναι υπέρ της μπύρας. Έφυγε γιατί ήρθε η συνθήκη να γυρίσει. Μου ‘πε ότι δεν μπορούσε να προσαρμοστεί μετά από 10 χρόνια «ελευθερίας» στο παλιό της σπίτι και την εφηβική της ζωή.

Λίγο πιο πέρα στη γωνία της μπάρας η προσμένουσα φίλη που έφυγε από ένα αχρείαστο κόλλημα. Είναι ενάντια στην μιζέρια, ενάντια στην κατάθλιψη, ενάντια στα απεριποίητα νύχια, ενάντια στους ανθρώπους που δεν της αξίζουν. Είναι υπέρ των Depeche Mode, υπέρ του κρασιού, υπέρ του καλού χιούμορ, υπέρ του ελέφαντα στο Fin. Έφυγε γιατί μπόρεσε να φύγει. Μου ‘πε ότι ήταν ευτυχισμένη κι έτρεμε από αγωνία για το καινούριο που περίμενε.

Ανάμεσά τους κι εγώ ο αποδιοργανωμένος παρατηρητής. Είμαι ενάντια στους μεγάλους χώρους, ενάντια στους αναπτήρες των άλλων, ενάντια στα ψαλίδια. Είμαι υπέρ του Nick Cave, υπέρ του ρακόμελου, υπέρ της ακαταλαβίστικης ποίησης, υπέρ των ανθρώπων. Είπα στον Μάριο να μου φέρει μια μπύρα.

Είναι παράξενο να σκεφτεί κανείς πόσοι μικρόκοσμοι μπορούν να συνυπάρξουν μέσα στο μικρό μας μπαράκι μία καθημερινή νύχτα της πόλης. Οι φίλοι που συνάντησα σήμερα μαζί τους κι ο εαυτός μου, μου έδειχναν ακριβώς αυτό. Μικρόκοσμοι ολόφωτοι αραδιασμένοι ο ένας πλάι στον άλλον στην μπάρα, που αλληλεπιδρούσαν ο καθένας ορμώμενος από διαφορετικά κίνητρα κι όμως αλληλεπιδρούσαν όλοι τους, εξαιρετικά μαγικά, συνθέτοντας έναν λίγο μεγαλύτερο μικρόκοσμο και ούτω καθεξής.

Είναι που κάπου ο φαντάρος και η φίλη με τους προβληματισμούς συνδέθηκαν κουνώντας ταυτόχρονα το κεφάλι τους κάτω από την ομπρέλα των Pink Floyd, στο άκουσμα των οποίων η φίλη με την προσμονή ήρθε και μου είπε μία ατάκα σχετική με άλλη ιστορία μας μεταδίδοντας μου ένα χαμόγελο, κι εγώ αγκάλιασα έναν άλλο φίλο γελώντας και εκείνος μετέδωσε το χαμόγελο μου ακόμα πιο πέρα και φτιάξαμε όλοι μαζί μια «αλυσίδα» επαφής εκείνη την στιγμή που άλλαξε την ροή της ιστορίας που γράφτηκε το βράδυ μιας κάποιας Τετάρτης,. Είναι που παρά την δυσκολία της εποχής που μας κάνει να σκεφτόμαστε ότι όλα λίγο πολύ είναι επιδερμικά, όλοι κάπως σε κάποιο βαθμό αποτελούμε ένα μικρό κόκκο μιας τεράστιας φωτογραφίας που αλλάζει και αναπνέει κάθε στιγμή.

Μετά από αυτήν την απρόσμενη και λεπτή σύνδεση ο φίλος μου ο φαντάρος γύρισε και μου είπε πως αν κανείς θέλει πραγματικά να έχει επαφή με την έξω συλλογική πραγματικότητα μπορεί να το κάνει κι απομονωμένος σε μια βαθιά σπηλιά. Η φίλη μου με τους προβληματισμούς μου είπε ότι σκέφτεται να φύγει στο εξωτερικό και να αλλάξει εκ βάθρων την καθημερινότητα που την έκανε να αναρωτιέται ποια στο καλό είναι. Η φίλη μου με την προσμονή πήρε αυτό που ήθελε και ήξερε τι ακριβώς να κάνει για να το κάνει να ανθίσει. Κι εγώ σταμάτησα να τους παρατηρώ για λίγο. Και κάπως έτσι με αυτήν την απίστευτη ανθρώπινη μαγιά, τα πράγματα στο μπαράκι μας φωτίσαν εκ των έσω.

ΥΓ: Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι σχεδόν φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι σχεδόν συμπτωματική.

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

Serial Finers 13. Ευχή…

«Πιάσε κόκκινο» του είπε «αλλιώς θα τσακωθούμε. Ωραία και τώρα κάνε μια ευχή από μέσα σου κι έλα να κάνουμε φλικ ή φλοκ». «Τι ‘ ναι αυτό;» ρώτησε εκείνος. Άρχισε να του εξηγεί και σιγά σιγά κατάλαβε. Έκαναν σιωπηλά τις ευχές τους, έμπλεξαν τα μικρά τους δάχτυλα, μέτρησαν ως το τρία… κι είπαν τα αντίθετα. Κι όμως οι ευχές τους βγήκαν…

Τις βλέπω που έχουν καταλάβει την μπάρα και χαζολογάνε. Δύο τρεις χορεύουν, μία παίζει με το κινητό της, η άλλη χαιρετάει έναν φίλο που μόλις μπήκε, η τελευταία πηγαινοέρχεται στην τουαλέτα κάθε τρεις και λίγο. Παράξενο θέαμα. Τις ξέρω. Πριν μερικά χρόνια ούτε που φαντάζονταν ότι θα κατέληγαν να κάθονται σ’ ένα πηγαδάκι γέλιου στην μπάρα του Fin, ούτε ότι θα νοιάζονταν η μία την άλλη, ούτε ότι θα περνούσαν σε αυτήν την μπάρα ιστορίες κι ιστορίες όλες μαζί.

Η ναζιάρα της παρέας τώρα χορεύει σαν γατούλα η άλλη φίλη τους χτυπάει παλαμάκια στο ρυθμό, κάποια άλλη βγάζει φινοφωτογραφίες, μία ακόμη παραγγέλνει τη μπύρα της σε συγκεκριμένο ποτήρι γιατί έτσι θέλει βρε αδερφέ. Άλλη υπεξαιρεί στα γρήγορα τσιγάρο από το πακέτο εκείνης που χτυπάει παλαμάκια, είναι Γενάρης και που να τρέχει στο περίπτερο. Η τελευταία πρέπει να είναι πάλι στην τουαλέτα γιατί δεν την βλέπω.

Μερικές από τις φίλες που σας περιγράφω είναι φίλες από τα μαθητικά τους χρόνια. Σε ένα άλλο σύμπλεγμα κάποιες από αυτές, είναι φίλες από έμβρυα καθώς οι γονείς τους ήταν τύποι σαν αυτές, με άλλα στέκια καθώς το Fin δημιουργήθηκε ελαφρώς πιο πρόσφατα από την φάση της νιότης τους. Σε άλλο σύμπλεγμα κάποιες τις ένωσαν οι υπόλοιπες και έγιναν φίλες μετά την επιστροφή τους στα πάτρια εδάφη. Το κοινό τους σημείο ήταν ότι όλες κάπου κάπως είχαν φύγει από εδώ και όλες γύρισαν.

Βουρκώνει τώρα μία, όχι από τα γέλια. Το «darker with the day» του Nick Cave ακούγεται από τα ηχεία, ας κατηγορήσουμε τον Αυστραλό λοιπόν γιατί έτσι κι αλλιώς δεν θα μάθουμε τι την βούρκωσε σε αυτήν την ιστορία. Σιωπηλά κοιτάζει κάτω, εκεί που έριξε πριν το τσιγάρο της. Μία από τις άλλες τη βλέπει. Σιωπηλά κι εκείνη την σκουντάει με τον ώμο της, αρχίζουν τα χαμόγελα. Οι άλλες κουνιούνται στον ρυθμό, γελάνε δεν πήραν χαμπάρι. Καλύτερα, συνήλθε κιόλας. Παραγγέλνει λικεράκι και τσουγκρίζει το ποτήρι της με τις υπόλοιπες. Γελάνε.

Είναι οι χιλιάδες λόγοι για τους οποίους η ζωή τις έφερε μαζί, που κάνει το θέαμα τους να μοιάζει με καλοστημένη χορογραφία. Λόγοι γεωγραφικοί ως επί το πλείστον, διότι έτυχε να ζουν στην ίδια μικρή, αξιαγάπητη και ελαφρώς στάσιμη πόλη μας. Λόγοι χρονολογικοί, καθώς ανήκαν όλες στην γενιά που πρόλαβε την οικογένεια Σοφιανού να μεσουρανεί στα προγράμματα της παιδικής τους ηλικίας (ή και πιο πίσω από τότε). Λόγοι αισθητικοί (σε κάποιον βαθμό) καθώς οι απόψεις τους για την καλή μουσική μπορεί να απείχαν κατά καιρούς αλλά οι απόψεις τους για την γεύση του d’ asti και τα άλλα μεγάλα μυστήρια της ζωής συνέπιπταν με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού. Λόγοι άπειροι που δεν μπορούν να μπουν σε κουτάκια, τις έφεραν εδώ μπροστά μου σε μια ηλικία που το «για πάντα» φαντάζει πια πολύ μεγάλο και ψεύτικο, αλλά το «και για σήμερα» είναι δικό τους και το έχουν κατακτήσει.


Η γατούλα σκέφτεται μία παλιά ιστορία. Κάποτε είχε έναν φίλο, που τον γνώρισε μέσα στο Fin και τον ερωτεύτηκε πολύ κι εκείνος; Δεν θα το μάθει και ποτέ αν την ερωτεύτηκε κι εκείνος. Όμως θυμάται ένα βράδυ που κάτι είχαν πει ταυτόχρονα και «Πιάσε κόκκινο» του είπε «αλλιώς θα τσακωθούμε. Ωραία και τώρα κάνε μια ευχή από μέσα σου κι έλα να κάνουμε φλικ ή φλοκ». Εκείνος δεν ήξερε τι ήταν κι εκείνη του εξήγησε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει. Ευχήθηκε να βρει σε αυτήν την πόλη έναν σκοπό και δυο τρεις ανθρώπους να συνεννοείται και να τους αγαπά κι εκείνος ευχήθηκε να τον ερωτευτεί. Μέτρησαν μέχρι το τρία. Εκείνη είπε φλικ κι εκείνος φλοκ. Κατσούφιασαν. Καιρό μετά όταν την κρατούσε στην αγκαλιά του, της είπε «Ξέρεις το φλικ φλοκ σου δεν μετράει, η δική μου ευχή έπιασε» και μετά χάθηκε.

Επέστρεψε στο σήμερα. Κοίταξε γύρω της τις μικρές γυναίκες της ζωής της. Μία χασμουριέται, πέρασε η ώρα, η άλλη που πριν χτυπούσε παλαμάκια, ψάχνει σκαμπό να κάτσει, καλές οι γόβες και η ενηλικίωση αλλά μην το παρακάνουμε κιόλας, μία ακόμα ζητά τραγούδια απ’ τον dj. Σαν να ομορφύνανε λίγο ακόμη απόψε, σαν να μοιάζουνε λίγο περισσότερο η μία στην άλλη και όμως μαζί σαν να διαφέρουν απείρως μεταξύ τους, σαν να μεγαλώσανε άλλη μια μέρα με την καλύτερη παρέα. Μικρά ανώνυμα κορίτσια και γυναίκες μαζί στην μπάρα του Fin, με τις επαναστάσεις τους, τα θέλω τους, τον συντηρητισμό τους, την ελευθερία τους, τις ιστορίες τους, τα κολλήματά τους, τα βλέμματά τους, τα ποτά τους, τις φωνές τους, το γέλιο τους που συνθέτει μουσική για κινηματογραφικές ταινίες και μόνο. Κάποιες δικές της κάποιες όχι, αλλά όλες τόσο όμορφες και παράξενες. «Κι η δική μου ευχή έπιασε» είπε. «Τι;», ρώτησαν οι άλλες. «Τίποτα» απάντησε η γατούλα και σηκώθηκε να χορέψει μία φορά ακόμα με τα κορίτσια της. Ευτυχισμένη.

ΥΓ: Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι σχεδόν φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι σχεδόν συμπτωματική.