Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2009

Serial Finers 10. Καθρέφτης

Ο Ν δεν ήξερε τι τον τράβηξε να πάει να καθίσει στο μοναδικό κενό σκαμπό δίπλα στη Δ. Ίσως ήταν το βουρκωμένο, από τον καπνό ή από κάποια βαθιά μελαγχολία, βλέμμα της που το έπιασε ή μήπως «τον έπιασε» εκείνο, να καθρεφτίζεται σε κάποιο cd που ο DJ της είχε δώσει για να δει. Όπως κι αν έχει κάτι τον τράβηξε πρώτα από τους ώμους, έπειτα απ’ την λεκάνη, τέλος απ’ τα πόδια και το πρώτο βήμα έγινε…

Κι ο Ν κάθισε δίπλα στη Δ και της ψιθύρισε ένα «γεια» στο αυτί.

«Γεια σου και σένα του είπε» κοιτάζοντας τον να καθρεφτίζεται μέσα στο ποτήρι της. Κι έτσι έγινε κι οι δύο μας φίλοι και καλοί Serial Finers γνωρίστηκαν μέσα από τις αντανακλάσεις τους, που σ’ αυτό το σημείο πρέπει να τονίσω ότι δεν ήταν διόλου βαρετές αντανακλάσεις, παρά μυστηριώδεις, γοητευτικές και μοναδικές. Κι οι δυο τους ταίριαξαν και πίστεψαν πως γνωρίζονταν βαθειά. Κι ερωτεύτηκαν όπως ερωτεύονται όλοι οι άνθρωποι. Κι έντυσαν την ιστορία τους με την άχλη των πρώτων βλεμμάτων και με τα αγγίγματα των χρόνων και με τις μουσικές του fin και με τα σχόλια των φίλων τους και στο τέλος με αγάπη, έτσι όπως χτίζεται αυτή σιγά σιγά.

Κι έλεγε ο Ν για τη Δ στους φίλους του: «Δεν την ξέρετε τη Δ όπως εγώ». Κι η Δ έλεγε στις δικιές της φιλενάδες: «Νομίζετε για τον Ν πως είναι κάπως αλλά καμιά σας δεν τον ξέρει όπως εγώ». Κι ήταν μια αλήθεια και τούτη. Όμως ούτε ο ένας ούτε ο άλλος λάμβανε υπόψη του το κρυσταλλάκι που τους χώριζε. Κανείς από τους δύο δεν είχε καταλάβει πως στην πραγματικότητα δεν γνώριζε παρά το καθρέφτισμα του άλλου.

Και περνούσαν οι χειμώνες και τα καλοκαίρια κι ένας ερχόταν πιο κοντά στο καθρέφτισμα του άλλου, που το φυλούσε μέσα του ως κόρη οφθαλμού γιατί αυτό το καθρέφτισμα ήταν η αγάπη του κι ο έρωτάς του. Κι όπως πέρασαν λοιπόν τα χρόνια ήρθε μια μέρα το γυαλάκι τους και θάμπωσε, ήρθαν και ράγισαν τα καθρεφτίσματα και ο Ν κι η Δ για χίλιους δυο αδιευκρίνιστους λόγους έπαψαν να είναι ένα, να είναι αυτοί κι έγιναν πάλι ο Ν κι Δ, όπως όταν ξεκίνησαν.

Η είδηση του χωρισμού έσκασε σαν μια τόση δα μικρή βόμβα στις ξεχωριστές τους παρέες και τα λόγια των δύο πρωταγωνιστών μας, σε αυτές ακριβώς τις κουβέντες με τους φίλους τους πήραν ν’ αλλάζουν. «Άλλαξε η Δ. Δεν είναι το κορίτσι που ήξερα», έλεγε ο Ν. Κι η Δ από την άλλη έλεγε στις φιλενάδες της σε πρωινούς καφέδες στο μπαράκι μας: «Πως άλλαξε έτσι ο Ν; Εκείνος δεν ήταν έτσι». Αυτό που δεν έβλεπαν οι φίλοι μας ακόμη ήταν πως τίποτα δεν άλλαξε, κι οι δυο πάντοτε έτσι ήταν. Απλά έστεκαν πια γυμνοί από τις αντανακλάσεις τους, που τόσα χρόνια έπαιζαν το ρόλο τους η μια στα μάτια της άλλης.

Δύσκολες οι στιγμές για τους ήρωές μας καθώς έβαζαν τα κομμάτια του παζλ του έρωτός τους το ένα δίπλα στο άλλο και τα ταιριάζανε και καταλαβαίνανε κι ας μην το ήθελαν πως εκείνη η αντανάκλαση που ο ένας για τον άλλον με τόσο κόπο και τόση αγάπη είχε φτιάξει, ήταν αυτό που τους εμπόδιζε να κοιταχτούν πραγματικά. Ανακάλυπταν πως έκλεισαν ο ένας τον άλλον μέσα σ’ ένα ερμητικό κουτάκι του μυαλού τους λέγοντας με τη σκέψη τους ή στους γύρω τους: «Την ξέρω εγώ τη Δ» ή «Τον ξέρω εγώ τον Ν». Κι αυτό που τους πλήγωνε περισσότερο ήταν πως αναγνώριζαν πια πως κανένας απ’ τους δυο δεν προσπάθησε αρκετά να ξεκλειδώσει εκείνο το ερμητικό κουτάκι, να αφήσει την αντανάκλαση που έκρυβε μέσα του ελεύθερη και να αρχίσει να γνωρίζει τον άλλο πιο βαθιά, πιο αληθινά και πιο όμορφα.

Μήνες περάσαν; χρόνια ή στιγμές; θα σας γελάσω… μα κάποτε χαθήκαν κι οι δυο σε νέους έρωτες κι άρχισαν να υφαίνουν άλλες ιστορίες που άλλες τέλειωναν νωρίς κι άλλες κρατούσαν. Κι ένα βράδυ βρέθηκαν στο fin, τυχαία καθισμένοι δίπλα δίπλα στη μπάρα και πάλι. Μόνο που τούτη τη φορά κοιτάχτηκαν ο ένας με τον άλλο χωρίς γυαλάκια και CD ανάμεσα στα βλέμματα.

Και σαν να βρέθηκαν απέναντι από τον εαυτό τους συνειδητοποίησαν ο ένας την ύπαρξη του άλλου από την αρχή, αναγνωρίστηκαν σαν να έσπασαν τα μάγια του παραμυθιού, ή σαν να μεγάλωσαν λίγο οι ίδιοι και σκέφτηκαν «Εσύ ήσουν λοιπόν ο Ν» ή «Εσύ ήσουν λοιπόν η Δ». Τσούγκρισαν τα ποτά τους και ξανασυστήθηκαν, ενώ η μουσική έπαιρνε μακριά τα κλειστά κουτάκια που μυστικά κάποτε έφτιαξαν ο ένας για τον άλλο.

ΥΓ: Τα προσωπά και οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι σχεδόν φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι σχεδόν συμπτωματική.