Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Serial Finers 16. Standby ...

Ήταν πριν δυο χρόνια δυο τρεις μέρες μετά από ένα αποκριάτικο πάρτυ και λίγη συζήτηση που κάθισα να γράψω την εισαγωγή μου στον κόσμο των Serial Finers. Δυο χρόνια κι είμαι εδώ με μία ακόμα ιστορία κατά τι διαφορετική. Βλέπετε καμιά φορά υπάρχουν και ιστορίες αναμονής. Ιστορίες που παραλίγο να γίνουν. Ιστορίες που θα μπορούσαν να είναι τα πάντα κι ακόμα δεν έχουν ξεδιπλωθεί. Ιστορίες όμως κι αυτές όπως κι οι άλλες. Ιστορίες ανεκπλήρωτες. Μια τέτοια έχω να σας πω απόψε. Γιατί δεν είναι λίγες οι φορές που αυτό το παραλίγο μας παίδεψε ή μας παιδεύει ακόμα…


Την άγγιξε μετά από πολύ καιρό. Ακουμπισμένη στην μπάρα με το ποτό της στο χέρι. Amaretto με στιμμένο λεμόνι έπινε. Ήταν χαζό, που θυμόταν τέτοιες χαζές λεπτομέρειες, αλλά δεν θυμόταν τα αρώματα της, τα λακκάκια του κορμιού της, πως ξύπναγε και τεντωνόταν σαν γάτα. Μονάχα τέτοια μικρά πραγματάκια θυμόταν, και το πώς έκλαιγε.

Ήταν μια γυναίκα με γέλιο γάργαρο. Μία γυναίκα που γύριζε την πλάτη της για να μιλήσει με κάποιον πάνω που ετοιμαζόταν να της πει την πιο όμορφη και φιλοσοφημένη ατάκα του. Και δεν την ένοιαζε. Ήταν μια γυναίκα που δεν μπορούσε να καταλάβει πως σκέφτεται. Που δεν έτρεμε τίποτα παρά μόνο τους στίχους κάποιων τραγουδιών που ενεργοποιούσαν μια παλιά μαγεία μέσα της, την έκαναν να λικνίζει το μυαλό και το κορμί της στον ρυθμό τους, στην δύναμή τους και δάκρυα πανάρχαια ανέβαιναν στα μάτια της τότε. Ζωογόνος βροχή των ματιών.

Ήταν ένας άνδρας που δεν έμοιαζε με κανέναν. Της θύμιζε τον μικρό πρίγκηπα καμιά φορά κι ήθελε να του ζωγραφίσει ένα κασκόλ πράσινο για να το φοράει. Την έκανε να γελάει ακόμα κι όταν δεν το ήθελε, ακόμα κι όταν δεν έπρεπε. Κι ήθελε να απασφαλίσει όλο το κύμα των συναισθημάτων της, όλη την ορμή της όλο το πλέγμα των δακρύων και να τα κάνει χαρές για εκείνον. Αλλά φοβόταν τον φόβο του. Τον φόβο που εκείνη νόμιζε πως θα έχει.

Κάθονταν δίπλα δίπλα στην μπάρα του Fin κι έπιναν τα ποτά τους παρέα. Δίπλα τους γινόταν χαλασμός σε ένα αυθόρμητο πάρτυ ντυμένο με την αγριότητα των αληθινών ανθρώπων. Δίπλα τους όλη εκείνη η ενέργεια κάποιου χορού ξεχασμένου, έρρεε και τους τύλιγε και εκείνοι αντιστέκονταν με όλες τους τις δυνάμεις. Η γυναίκα με τα βρόχινα μάτια ξεδίπλωνε τη γοητεία της φυσικά σαν να χτένιζε τα μαλλιά της και του ψιθύρισε «Είναι όμορφα που ενώνονται έτσι τόσες μοναχικότητες». Του το έλεγε χωρίς να τον κοιτάζει σαν να μιλούσε στον εαυτό της με το βλέμμα στα τζάμια που φύσαγαν και ξεφύσαγαν μην μπορώντας να αντέξουν τόση χαρά μέσα τους ώσπου θόλωσαν.

Της έπιασε το χέρι, είχε να την δει τόσο καιρό, από το περασμένο καλοκαίρι που σε κάποια παραλία την χάζευε στον ήλιο και μετρούσε την κάθε της λεπτομέρεια. Ήταν χαζό που δεν θυμόταν τίποτα απ’ όλα αυτά, παρά τα μάτια της να στάζουνε βροχή μια μέρα με αφόρητη ζέστη και ξηρασία. Ήθελε να της τα πει όλα, να της πει πως ένα βράδυ λίγο ζαλισμένος την περίμενε στο Fin μάταια να εμφανιστεί και να κερδίσει με το βλέμμα της κάθε γωνία. Πως είχε σκεφτεί να την φιλήσει μια νύχτα πριν χρόνια που έκανε κρύο και εκείνη χοροπηδούσε στην ψαραγορά λίγο πριν το κατώφλι του μπαρ κι έμοιαζε παιδί. Αλλά δεν το έκανε.

Άφησε το χέρι της να ξεκουραστεί στην παλάμη του κι έπιασε τους σφυγμούς της να ανεβαίνουν λιγάκι. Είχε να τον δει καιρό από το περασμένο καλοκαίρι που σε μια κάποια παραλία απλωνόταν χαριτωμένα στον ήλιο ξεχωρίζοντας το βλέμμα του πάνω της απ’ όλα τα άλλα. Ήθελε να του τα πει όλα. Να του πει πως κάποια Σάββατα καθόταν με την πλάτη στην μπάρα του Fin για να μπορεί να κοιτάζει την πόρτα μήπως και έμπαινε. Να του πει ότι εκείνο το βράδυ που είχε πιει λίγο παραπάνω ρακόμελο το έκανε για να του δώσει την ευκαιρία να την φιλήσει προστατεύοντας της. Να του δώσει να καταλάβει ότι καμιά φορά η Βροχή στα μάτια της ερχόταν μόνο και μόνο από χαρά που βρισκόταν τόσα χρόνια δίπλα της περιμένοντας κάτι. Το ίδιο με εκείνη.

Πέρασε η ώρα. Οι μοναχικότητες του μπαρ είχαν ενωθεί σε μία και μοναδική φλόγα ενέργειας που κατάκαιγε την εγωιστική θλίψη της καθεμιάς τους. Η γυναίκα με τα βρόχινα μάτια κι ο μικρός της πρίγκηπας έφυγαν με τα πολλά. Αποφασίζοντας να ακολουθήσουν ο ένας τον φόβο του άλλου δεν είχαν πει τίποτα ακόμα απ' όσα θα ήθελαν. Κι έμειναν για ένα ακόμη βράδυ κάτι που θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο. Κάτι σε κατάσταση αναμονής. Κι η ζωή στο μικρό κι αγαπημένο μας μπαρ συνεχίζεται… και θα συνεχίζεται, τουλάχιστον ώσπου οι δυο τους να τολμήσουν να ενωθούν με την φλόγα του.


ΥΓ: Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι σχεδόν φανταστικά. Κάθε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι σχεδόν συμπτωματική. Serial Finers σας ευχαριστώ για τις εμπνεύσεις δύο χρόνων.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

και τη φίλησε. μπροστά σε όλους. γυρνώντας τους την πλάτη. και την κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του, σαν να ήξερε πως έπεφτε από όλες τις κατευθύνσεις.