Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011

Serial Finers 17. Sequel …

Δεν θα πω ψέμματα. Είχα βαρεθεί το Moschato D’ Asti για κανά δυο βδομάδες. Αλλά όταν είδα τον Μάριο να τοποθετεί μέσα του ένα μικρό κατακόκκινο μαρασκίνο, κάτι άλλαξε μέσα μου. Καταρχήν δεν μπορούσα να συγχωρήσω τον εαυτό μου που πέντε χρόνια τώρα δεν είχα πάρει χαμπάρι ότι το Fin διέθετε και μαρασκίνο για τους αγαπημένους θαμώνες του. Κατά τα άλλα απλά, έτσι απ’ το πουθενά αν και εμπλουτισμένο το D’ Asti μου ξανάκανε το απαραίτητο «κλικ». Κι από κει συνεχίσαμε την όμορφη ιστορία μας…

Έχεις δει ποτέ τον έρωτα να τρέχει με την όπισθεν προς τα πάνω σου; Τον έχεις δει με τη μορφή ενός Skania να σε πλησιάζει από κάποια ξεχασμένη σου γωνία κι εσύ να νιώθεις ωσάν Σκαθαράκι στη μέση του πουθενά; Εγώ τον είδα να την χτυπά σύγκορμη την γυναίκα φιλμ νουάρ καταμεσής του Fin. Η σκηνή εκτυλίχθηκε στα μάτια μου μέσα σε δευτερόλεπτα, όταν η κινηματογραφική γυναίκα σήκωσε τα μάτια της με κατεύθυνση προς την ασπρόμαυρη ταινία που έπαιζε στο πανί πάνω από το μπαρ. Έλα μου όμως που τα μάτια της σκάλωσαν στον δρόμο.

Εκείνος την είχε καλέσει εδώ. Είχαν καιρό να τα πούνε, είχαν περάσει και δυο χρόνια σχεδόν απ’ όταν γνωρίστηκαν σε εκείνη την ίδια θέση που καθόταν τώρα και σιγοκουβέντιαζε με τον Σπύρο. Η ιστορία τους γράφτηκε μεταξύ άλλων και κάτω από την κόκκινη καμάρα του Fin όπου άγγιξαν πρώτη φορά ο ένας τον άλλον, θες απ’ το στρίμωγμα του χορού, θες επειδή το ήθελαν, πάντως προέκυψε. Κι είχαν χαθεί για κάποιο καιρό στο αναμετάξυ τους βαθιά μέχρι που η γυναίκα φιλμ νουάρ είπε «That’s a wrap» και τέλειωσε αυτό που είχαν αρχίσει.

Και να τώρα που τον κοίταζε να έχει γυρισμένη την πλάτη του και να γελάει με κάποια κουβέντα του Σπύρου και να πίνει το ποτό του ρίχνοντας που και που ένα βλέμμα στην ταινία που έντυνε με γαλακτερό φως όλους τους θαμώνες κάνοντας τους μυστήριους και αλλόκοσμους. «Παράξενο», είπε μέσα της καθώς ακόμα δεν είχε συνειδητοποιήσει το κύμα του εκ του παρελθόντος ορμώμενου έρωτα που ήδη την είχε ποτίσει, όπως τότε που μια κάποια σαδιστική μοίρα είχε οδηγήσει στο κεφάλι της όλα τα ποτά του Fin απ’ όλα τα αδέξια χέρια. Ξαφνικά!

Η Jazz βάραινε γύρω τους τον αέρα καθώς καθόταν απέναντι του μ’ ένα μειδίαμα στα χείλη που ταίριαζε σε ασπρόμαυρη ηρωίδα. Τα λόγια τους θα έπρεπε να είναι λίγα και γεμάτα νοήματα, όμως αυτό εδώ δεν ήταν ταινία αλλά η πραγματικότητα και τα νέα δύο χρόνων έπρεπε να χωρέσουν σε λίγες ώρες ζωής. Έπιναν παρέα και γελούσαν με τον ίδιο πηγαίο τρόπο όπως τότε, πράγμα που έκανε την γυναίκα φιλμ νουάρ να νιώθει ακόμα πιο παράξενα και πίσω από τις λέξεις της να κάνει χιλιάδες σκέψεις ερωτικού παραλογισμού προς έναν άνθρωπο που κάποτε η ίδια επέλεξε να βγάλει από την ζωή της. Σκεφτόταν πως όσα δεν ήταν πριν δυο χρόνια γι΄αυτόν, θα ήθελε να ήταν τώρα, να δώσει σ’ αυτόν τον άντρα έρωτα πολύ, μεθυστικό και ομιχλώδη σαν την φύση της.

Γιατί βλέπετε δεν ήταν τυχαία μια γυναίκα φιλμ νουάρ, πως θα μπορούσε άλλωστε; Φανταστείτε το πιο κλισέ τέλος μιας τέτοιας ταινίας, όπου ο ήρωας περιμένει σ’ ένα τρένο κρεμασμένος από το παράθυρο να εμφανιστεί η μοιραία γυναίκα που είχε συμφωνήσει να φύγει μαζί του στο σταθμό. Το τρένο σφυρίζει, ο ήρωας φεύγει, καπνίζει σαν το φουγάρο με θλίψη κι απογοήτευση, κι η γυναίκα τον κρυφοκοιτάζει πίσω από μια κολώνα επιλέγοντας να μην εμφανιστεί στην αποβάθρα παρά ένα δευτερόλεπτο πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους. Κι είχε υπάρξει τέτοια γυναίκα τούτη εδώ. Και παρά το ότι είχε ντύσει την απόφαση της με χίλια δυο λογικά κατά τα τότε φαινόμενα επιχειρήματα, τώρα απλά ένιωθε χαμένη.

Αν την πλησίαζε κανείς εκείνη την ώρα και την ρωτούσε «τι φταίει;», πιθανόν να απαντούσε «ο Coltrane» ή «η ταινία» ή «το Σάμος ζεστό με κανέλλα», αλλά μέσα της ήξερε απλά πως τότε δεν ήταν έτοιμη να σπάσει λίγο το καλούπι που η ίδια είχε δημιουργήσει για τον εαυτό της. Να δημιουργήσει μια μικρή ρωγμή στο κινηματογραφικό της καλούπι που ήταν εύθραυστο και δυνατό μαζί, που έψαχνε την αγάπη και την ελευθερία μαζί, το φιλμ νουάρ καλούπι της που δεν ήθελε τίποτα λιγότερο από ένα μεγάλο ηχηρό «όλα». Κι ύστερα σ’ αυτά τα δύο χρόνια το κατάλαβε, πως αυτό το μεγάλο ηχηρό «όλα» δεν ήταν τίποτα άλλο από τον εαυτό της που γελούσε. Τίποτα περισσότερο, τίποτα πιο λίγο. Και να που τώρα στεκόταν απέναντί του έτοιμη να του δώσει το καλέμι στο χέρι.

Η ταινία είχε τελειώσει περίπου ένα τέταρτο. Η Jazz είχε δώσει χώρο σε κάποια άλλη μουσική. Το φως πίσω απ’ το μπαρ φώτιζε τα μάτια των ανθρώπων που είχαν αρχίσει να μιλούν χορεύοντας. Θες απ’ το στρίμωγμα του χορού, θες επειδή το ήθελαν, η γυναίκα φιλμ νουάρ και ο άνδρας άγγιξαν ο ένας το κορμί του άλλου και ζεστάθηκαν. Και σπάζοντας όλα τα κινηματογραφικά κλισέ η γυναίκα ανάμεσα σε δυο απλές λέξεις που κανείς απ’ τους δυο δεν άκουσε, του είπε με το σώμα της: «Δεν επιθυμώ τίποτα λιγότερο από εμένα σε εσένα. Ξέρεις να ακούς τα βήματα μου και ξέρω τον ρυθμό των δικών σου. Κι αν κάποτε δεν θέλησα να τον ακολουθήσω τώρα θέλω να με τραβήξεις εσύ σε αυτά, σαν φιλί, σαν ήχος. Και θα ‘ρθω… για μένα και για σένα». Και κάπως έτσι φτάνοντας κάτω από την καμάρα του Fin, εκείνη την κόκκινη ολόδικη τους καμάρα παραδόθηκαν στο sequel… Άγραφο μεν μα σίγουρα όχι φιλμ νουάρ πια.

ΥΓ: Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι σχεδόν φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι σχεδόν συμπτωματική.

Δεν υπάρχουν σχόλια: