Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Serial Finers 15. Δελτίο Καιρού…

Ο κόσμος μου είναι πάντα παράξενος όταν ακούω Chet Baker. Δεν ξέρω ακριβώς ποια είναι η αιτιολογική σχέση μεταξύ τους, είναι λίγο σαν το η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα. Πάντως τώρα ακούω Chet Baker, έξω βρέχει δυνατά και ακούγονται τα απόνερα των αυτοκινήτων κι εγώ νιώθω λίγο σαν συγγραφέας με γραφομηχανή. Και θα σας πω μια ακόμη ιστορία για τους ανθρώπους και σήμερα…


Υπάρχουν άνθρωποι φτιαγμένοι από ήλιο κι άλλοι φτιαγμένοι από σύννεφα. Δεν είναι κακό ούτε το ένα ούτε το άλλο, είναι αναγκαία και τα δύο και απλά συμβαίνουν. Κι είναι όλοι τους εξαιρετικοί. Ανάμεσα στους ανθρώπους από ήλιο υπάρχουν οι άνθρωποι «χειμωνιάτικη λιακάδα», οι άνθρωποι «ηλιακή καταιγίδα», οι άνθρωποι «ήλιος με δόντια» κ.τ.λ. Ανάμεσα στους ανθρώπους από σύννεφα είναι οι άνθρωποι «περιοδικές βροχές», οι άνθρωποι «καλοκαιρινές καταιγίδες», οι άνθρωποι «αραιή συννεφιά» κ.ο.κ.

Όταν ένας άνδρας από ήλιο συναντήσει μια γυναίκα από σύννεφα κι οι δυο τους χαίρονται πάρα πολύ γιατί κάθε άνθρωπος βαριέται λίγο την φύση του ή την τάση του και γοητεύεται όταν κάτι το διαφορετικό έρχεται να τον ξεκουράσει από την γνωστή καθημερινότητα του. Έτσι έγινε όταν ο Βασιλιάς Ήλιος συνάντησε την Συννεφένια στο Fin.

Ο Βασιλιάς Ήλιος ήταν άνθρωπος «χειμωνιάτικη λιακάδα». Η Συννεφένια πάλι ήταν άνθρωπος «καλοκαιρινή καταιγίδα». Εκ διαμέτρου αντίθετοι ως προς τις εκδηλώσεις τους αλλά τους ένωναν δύο μοναδικά πράγματα, η αγάπη τους για το Fin και το γεγονός ότι εκ φύσεως ήταν κι οι δύο παράξενοι. Οι άνθρωποι δεν τους περίμεναν όταν εκφράζονταν με τον δικό τους τρόπο κι έτσι εκτός από κάποιους λίγους που τους είχαν δεχτεί όπως ήταν, οι υπόλοιποι απλά ξαφνιάζονταν αν τύχαινε να τους γνωρίσουν -κι όχι πάντοτε ευχάριστα.

Όταν βρέθηκαν εκεί στο επιπλάκι με τον ελέφαντα, μετά από μερικά λεπτά είχε πάψει να υπάρχει ο υπόλοιπος κόσμος. Ένιωθαν σαν να ανακαλύπτουν έναν κόσμο που είχαν μέσα τους και περίμενε να βγει την κατάλληλη στιγμή στον κατάλληλο αποδέκτη. Κι έτσι έγιναν οι δύο τους, καθώς αυτός ήταν ένας ήλιος του Χειμώνα κι εκείνη μια βροχή του Καλοκαιριού, μια ωραία συννεφιά demi season.

Όμως και διορθώστε με αν κάνω λάθος, ποιος άνθρωπος βολεύεται στην παρατεταμένη συννεφιά αν δεν είναι Βορειοευρωπαίος; Κι οι δυο τους άρχισαν να νιώθουν λίγο άβολα, μετά πολύ κοντά και μετά πολύ άβολα, σαν να αναμειγνύονταν παράξενα και να βάραινε το άστατο κλίμα τους. Η Συννεφένια, που είχε πρόσφατα γνωρίσει έναν άνθρωπο «ηλιακή καταιγίδα» ένιωθε ότι ηρεμούσε κοντά στον Βασιλιά Ήλιο αλλά σπάνια παραδεχόταν στον εαυτό της ότι συχνά ήθελε να γυρίσει στο Καλοκαίρι της (άλλωστε το Φθινόπωρο της την έδινε γιατί έμπλεκε πεσμένα φύλλα στα μαλλιά της). Ο Βασιλιάς Ήλιος από την άλλη που είχε γνωρίσει αρκετές γυναίκες «περιοδικές βροχές», έβρισκε ότι η Συννεφένια τον καταλάβαινε εξαιρετικά καλά, αλλά δεν πέρασε πολύς καιρός κι ήθελε απεγνωσμένα να γυρίσει στον Χειμώνα του (άλλωστε η Άνοιξη έκανε τα γόνατα του να κάνουν χρίτσι χρίτσι που λέει και το άσμα).

Οι δυο τους πέρασαν όμορφες νύχτες. Κυρίως στο Fin, που έγινε κοινό σημείο αναφοράς τους, μεταξύ ταινιών βωβού κινηματογράφου και μουσικής ευδαιμονίας, μεταξύ φιλιού και αγκαλιάς, μεταξύ συζήτησης και χειρονομιών, μεταξύ τσιγάρου και ποτού, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Αναγνωρίζοντας λοιπόν κι οι δυο βαθιά πως οι εποχές πρέπει κάποτε να τελειώνουν και να ολοκληρώνονται κι η συννεφιά να δίνει χώρο σε κάτι άλλο πιο ζεστό ή πιο κρύο, κι μετά από δυο τρία μπουρίνια που έφτιαξαν παρέα, αποφάσισαν ήσυχα ήσυχα να πάρουν τα ολόδικα τους καιρικά φαινόμενα μαζί με την demi season συννεφιά τους, να τα φυλάξουν με τρυφερότητα και να επιστρέψουν στις εποχές τους ο καθένας.

Η Συννεφένια ξανάρχισε να διασκεδάζει ξαφνιάζοντας τους ανθρώπους στην μπάρα του Fin, βρέχοντας τους με το γέλιο της όταν καίγονταν κι αφήνοντας τους με το καλοκαίρι να αχνίζει γύρω τους και ο Βασιλιάς Ήλιος χαιρόταν με την ψυχή του να μπαίνει στις αυλή του Fin και των ανθρώπων και να τους ζεσταίνει τόσο ώστε να λιώνουν οι πάγοι τους και να πετάνε τα χοντρά τους μπουφάν για λεπτές ζακέτες στην μέση του Χειμώνα.

Και καμιά φορά θες όταν κουράζονται απ’ τον εαυτό τους, θες όταν έρχεται και πάλι η σωστή εποχή, βρίσκονται εκεί μπροστά στον ελέφαντα, με μάτια που λάμπουν κι βγάζουν τα καιρικά τους φαινόμενα από το μπαούλο όπου τα έχουν κλείσει, τα βρέχουν με λίγο D’asti, κι απολαμβάνουν για λίγο αυτήν την παράξενη δέσμη που τους δένει. Ώσπου να πέσει το πρώτο φύλλο στο κεφάλι της, ή ώσπου να τρυπώσει η υγρασία στα γόνατά του…


ΥΓ: Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις που περιγράφονται είναι σχεδόν φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι σχεδόν συμπτωματική.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

they fell in love too terribly fast
for love to everlast...

blu blu είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.